Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 784/2022 απόφασηςτου Ειρηνοδικείου Αθηνών, έγινε δεκτή η ανακοπή μας κατά διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή που είχε τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, η οποία βασίστηκε σε οφειλές προερχόμενες από συμβάσεις καταναλωτικών δανείων. Η απόφαση έκρινε ότι ο ανατοκισμός και η κεφαλαιοποίηση της εισφοράς του Ν. 128/75 από την Τράπεζα ήταν εντελώς παράνομος, με αποτέλεσμα η απαίτηση της Τράπεζας να είναι ανεκκαθάριστη και η διαταγή πληρωμής και η συνημμένη με αυτή επιταγή προς εκτέλεση να ακυρωθεί.
Δυστυχώς σήμερα οι ρυθμοί με τους οποίους πλέον εκδίδονται διαταγές πληρωμής είναι πραγματικά καταιγιστικοί και πλειάδα συμπολιτών μας βρίσκονται στο στόχαστρο των Τραπεζών για οφειλές τους που έχουν πια «κοκκινίσει». Το πρώτο στάδιο άμυνας για τους οφειλέτες είναι η Ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής που στρέφεται εναντίον τους. Μολονότι λέγεται συχνά ότι «οι Ανακοπές δεν κερδίζονται», αυτό δεν είναι αλήθεια, και η παρούσα απόφαση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σημειωτέον βέβαια ότι όλα πρέπει να γίνονται μέσα στις τασσόμενες προθεσμίες διαφορετικά ακυρώνονται οι ανακοπές.
Διότι, στην μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, οι Τράπεζες επιβαρύνουν τις οφειλές των δανειοληπτών με τρόπο παράνομο και καταχρηστικό, ώστε να οδηγηθεί η οφειλή κυριολεκτικά σε πολλαπλασιασμό και να υπέρ-διογκωθεί. Και τούτο διότι οι αλλεπάλληλοι ανατοκισμοί και κεφαλαιοποιήσεις των οφειλών συμπεριλαμβάνουν αδιάκριτα επιπρόσθετες επιβαρύνσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εισφορά του Ν. 128/1975.
Αυτή ήταν και η περίπτωση της εντολέως μας, στην οφειλή της οποίας επιβλήθηκαν υπέρογκοι, καταχρηστικοί και παράνομοι τόκοι, ώστε να εκτοξευθεί στα ύψη η οφειλή της. Αποτέλεσμα αυτών είναι ο συνυπολογισμός των ποσών αυτών να είναι παράνομος, κι επομένως άκυρος, η ακυρότητα δε αυτή των επιμέρους ποσών να επηρεάζει το σύνολο της απαίτησης. Έτσι, επιτύχαμε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της συνημμένης σε αυτή επιταγής προς πληρωμή, από το Δικαστήριο, ώστε η οφειλή να υπολογιστεί ξανά, αυτή τη φορά με νόμιμο τρόπο.
Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται ο πλειστηριασμός, που θα ήταν η επόμενη ενέργεια και ταυτόχρονα διευκολύνεται η διαπραγμάτευση της οφειλής με μεγάλο κούρεμα!
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για διάσωση περιουσίας και αποφυγή πλειστηριασμών στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας (Ν. 4738/2020) περιλαμβάνει στις διατάξεις του και τις προβλέψεις για τον νέο Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης Οφειλών, όπου, κατά τα πρότυπα των προηγούμενων μορφών εξωδικαστικών μηχανισμών, συστήνεται μία νέα πλατφόρμα που θα παρέχει, δυνητικά, στους οφειλέτες και τους πιστωτές τους να ρυθμίσουν, με μία αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία, τις υφιστάμενες μεταξύ τους οφειλές.
Ο εν λόγω Εξωδικαστικός Μηχανισμός έχει ευαγγελιστεί ήδη από κυβερνητικά στελέχη ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Το Δικηγορικό μας Γραφείο, που μετείχε ενεργά στη Διαβούλευση του συγκεκριμένου νόμου, ήδη έχει επισημάνει τις «παγίδες» και τα «ψιλά γράμματα» του νόμου, τόσο ως προς το σκέλος της Πτώχευσης όσο και του Εξωδικαστικού Μηχανισμού, ώστε οι πολίτες να μην παρασύρονται από τις εξαγγελίες που πολλές φορές απλοποιούν τα πράγματα σε βαθμό επικίνδυνο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων τους.
Μία τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του άρθρου 18 του Ν. 4738/2020, η οποία προβλέπει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης των συμμετεχόντων πιστωτών από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο περάτωση της διαδικασίας του Εξωδικαστικού Μηχανισμού. Από τη μία, η λήψη μέτρων αναστολής των διωκτικών μέτρων θεωρείται αυτονόητη για τη φυσιολογική πορεία της διαδικασίας ρύθμισης: διαφορετικά, θα δημιουργούνταν μία σειρά από ευτράπελα, όπως η ύπαρξη πιστωτών διαφορετικών ταχυτήτων, η μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη εν μέσω της ρύθμισης ή και η χρήση των μέτρων εκτέλεσης ως «μοχλών πίεσης» για την επίτευξη συμφωνιών που ενδεχομένως όχι απλώς να βαρύνουν υπέρμετρα τον οφειλέτη, αλλά πιθανώς να μην είναι καν βιώσιμες για αυτόν. Ως εκ τούτου, η λήψη ανασταλτικών της εκτέλεσης μέτρων θεωρείται αυτονόητη στο πλαίσιο μίας καλώς εννοούμενης διαδικασίας ρύθμισης.
Από την άλλη όμως, αυτό στο οποίο δεν δίνεται ακόμη όση έμφαση απαιτείται, είναι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου, όπου ορίζεται ρητώς ότι:
«Η αναστολή της παρούσας δεν καταλαμβάνει την διενέργεια πλειστηριασμού ο οποίος έχει προγραμματισθεί εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης από τον οφειλέτη, καθώς και οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια προπαρασκευαστική της διενέργειας πλειστηριασμού από ενέγγυο πιστωτή (περιλαμβανομένης και της κατάσχεσης).»
Το οποίο σημαίνει ότι: πρώτον, εάν έχει ήδη προγραμματιστεί πλειστηριασμός εντός τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης, ο πλειστηριασμός αυτός θα πραγματοποιηθεί κανονικά και, δεύτερον, οι πιστωτές που έχουν εξασφάλιση δικαιούνται να δρομολογούν τους πλειστηριασμούς, ήτοι να εκδίδουν διαταγές πληρωμής και εκθέσεις κατάσχεσης, ούτως ή άλλως.
Ως προς το πρώτο σημείο: δικαιοπολιτική εξήγηση της συγκεκριμένης πρόβλεψης είναι ότι επιδιώκεται να αποφευχθεί η «καταχρηστική» χρήση της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού από τους οφειλέτες που απλώς επιθυμούν να θέσουν προσχώματα στους πιστωτές τους μέσω της αίτησης ρύθμισης. Αυτό όμως είναι παράλογο ενόψει του νόμου, αφού είναι ένα μέτρο οριζόντιο, που δεν διακρίνει μεταξύ «καλόπιστων» και «κακόπιστων» οφειλετών (τους γνωστούς «στρατηγικούς κακοπληρωτές»), ενώ εκπαραθυρώνει με αυτόν τον τρόπο κάθε δυνατότητα ρύθμισης με διάσωση της κατοικίας για πλειάδα οφειλετών. Αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι εβδομαδιαίως πλέον -στην Αθήνα μόνο- λαμβάνουν χώρα πάνω από 600 πλειστηριασμοί, που περιλαμβάνουν αδιακρίτως και πρώτες κατοικίες, για το επίμαχο διάστημα των τριών πρώτων μηνών ισχύος του νόμου κανένας δανειολήπτης δεν θα έχει ούτε καν την ελπίδα διάσωσης της κατοικίας του μέσω του Εξωδικαστικού Μηχανισμού.
Ως προς το δεύτερο: η δυνατότητα των πιστωτών να δρομολογούν πλειστηριασμούς εν μέσω ρύθμισης στην πραγματικότητα καταργεί τη λογική αναστολής των διωκτικών μέτρων, αφού οι πιστωτές θα μπορούν να εκδίδουν, πιθανώς εκβιαστικά, διαταγές πληρωμής και εκθέσεις κατάσχεσης ακώλυτα και ανεμπόδιστα. Δεδομένου μάλιστα ότι η δυνατότητα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης έχει ξεκάθαρα μη-δεσμευτικό χαρακτήρα για τους πιστωτές, οι τελευταίοι δύνανται απλώς να μην την λαμβάνουν καν υπόψη σαν διαδικασία!!! Το οποίο όμως καταστρατηγεί και την αξία αλλά και την βαρύτητα του Μηχανισμού, αφήνει δε σε κάθε περίπτωση τον οφειλέτη έρμαιο στις διαθέσεις των πιστωτών του.
Μέχρι σήμερα, είναι γεγονός ότι καμία πλατφόρμα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών δεν απετέλεσε ικανό εργαλείο στην προσπάθεια διευθέτησης του ελληνικού ιδιωτικού χρέους. Αντί όμως να διδαχθεί ο νομοθέτης από τα σφάλματα του παρελθόντος, παραδίδει μία καινούργια πλατφόρμα ρύθμισης, η οποία όμως, συν τοις άλλοις, τυγχάνει και η πλέον «αγνοήσιμη» πλατφόρμα από τους πιστωτές, αφού όχι μόνον δεν υποχρεούνται να τη λάβουν σοβαρά υπόψη ως δυνατότητα ρύθμισης, αλλά επίσης δεν κωλύονται να δρομολογούν τις διωκτικές τους ενέργειες κατά του οφειλέτη, καταστρατηγώντας εντελώς την αξία και λειτουργία της κι αφήνοντας εντελώς έκθετο τον ίδιο τον οφειλέτη. Η μεγάλη δε αδικία δημιουργείται για τους οφειλέτες των οποίων τα ακίνητα θα βγουν σε πλειστηριασμό το τρέχον καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εξωδικαστικός μηχανισμός δεν θα αναστέλλει τις ενέργειες εκτέλεσης, με αμφίβολης βασιμότητας επιχειρήματα.
Το ηθικό δίδαγμα του νόμου είναι πλέον ξεκάθαρα η προώθηση των ενεργειών εκτέλεσης σε βάρος των οφειλετών, με τις ευλογίες του νομοθέτη και της κυβέρνησης. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε τόσο μεγάλη απελευθέρωση των πλειστηριασμών και τόσο μικρή προστασία προς τους οφειλέτες σε βάρος των πιστωτών τους από το νομοθέτη, είτε πρόκειται για την κύρια κατοικία τους ή όχι. Επομένως, οι οφειλέτες δεν πρέπει να παρασύρονται από τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης και των Μ.Μ.Ε. για το «ανδραγάθημα» που επιτεύχθηκε με τον Νέο Πτωχευτικό, αλλά να απευθύνονται σε εξειδικευμένους νομικούς συμπαραστάτες για να τύχουν της ορθής καθοδήγησης σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα για τους οφειλέτες που δημιουργεί το Νέο Πτωχευτικό.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο -διαμεσολαβητή για διάσωση περιουσίας στα τηλ: 2108811903, 6932455478.
Κάτω από την ασφυκτική πίεση των Θεσμών, και ενώ βρισκόμαστε εν αναμονή του οριστικού «ξεπαγώματος» των πλειστηριασμών από την 15η Μαρτίου, η Κυβέρνηση έθεσε βιαστικά από την 1η Μαρτίου σε εφαρμογή την πρώτη φάση του νέου Πτωχευτικού Νόμου, που αφορά σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.
Βιαστικά, διότι, βρισκόμαστε εν μέσω covidκαι σκληρού lockdown και, ως γνωστόν, τα Δικαστήρια της χώρας παραμένουν κλειστά, ενώ δεν έχουν εκδοθεί και οι απαραίτητες για την εφαρμογή του νόμου υπουργικές αποφάσεις! Παράλληλα, βρισκόμαστε εν αναμονή του οριστικού «ξεπαγώματος» των πλειστηριασμών από την 15η Μαρτίου.
Σε αυτή την πρώτη φάση του Νόμου οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και έχουν περιουσία μεγαλύτερη των 350.000 ευρώ και κύκλο εργασιών άνω των 700.000 ευρώ, μπορούν να ρυθμίσουν τα χρέη τους εκμεταλλευόμενοι την (κατ’ ευφημισμόν;) «δεύτερη ευκαιρία»
Η δεύτερη φάση του νέου πτωχευτικού νομού που αφορά στις μικρές επιχειρήσεις που έχουν περιουσία έως και 350.000 ευρώ, τα φυσικά πρόσωπα και τα νοικοκυριά, θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2021. Για τον λόγο αυτό συστήνουμε, ιδίως στα φυσικά πρόσωπα και τα νοικοκυριά που τελούν υπό καθεστώς υπερχρέωσης και δεν είχαν τη δυνατότητα να ενταχθούν σε κάποια ευνοϊκή γι’ αυτούς διάταξη (πχ Ν.3869/2010), να επιδιώξουν σε αυτό το σύντομο διάστημα έως την 1η Ιουνίου, την εξωδικαστική ρύθμιση μέρους ή και του συνόλου των οφειλών τους.
Το γραφείο μας με πολυετή εμπειρία σε τραπεζικά ζητήματα και ειδικά σε ζητήματα κόκκινων δανείων και πλειστηριασμών και μεγάλη επιτυχία σε όλες τις υποθέσεις μπορεί να σας δώσει άμεση και εξειδικευμένη νομική καθοδήγηση, ώστε να προστατέψετε την ακίνητη περιουσία σας με διαπραγμάτευση του χρέους σας μέσω διαμεσολάβησης, καθώς η εποχή μετά covid-19 αναμένεται να επιφέρει ραγδαία και ακραία φτωχοποίηση και η διαδικασία της πτώχευσης θα ωφελήσει ελάχιστους.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο -διαμεσολαβητή για διάσωση περιουσίας στα τηλ: 2108811903, 6932455478.
Σύμφωνα με το άρθρο 336 ΠΚ, ο βιασμός αποτελεί κακούργημα: «Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών». Τα κακουργήματα στη χώρα μας παραγράφονται μετά από 15 ή 20 έτη, όπως προβλέπεται στην διάταξη 111 ΠΚ: «1. Το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή. 2. Τα κακουργήματα παραγράφονται: α) μετά είκοσι έτη αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και μετά δέκα πέντε έτη σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτός αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά.»
Ωστόσο, σε άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον γερμανικό Ποινικό Κώδικα η παραγραφή του βιασμού είναι εικοσαετής και η προθεσμία της αρχίζει μετά τη συμπλήρωση 30 ετών. Ο Γερμανός Νομοθέτης, δηλαδή, δίνει στο θύμα συνολικό περιθώριο 50 ετών για να προβεί σε καταγγελία του βιασμού! Αυτό το περιθώριο δίνεται, καθώς από έρευνες έχει αποδειχθεί ότι τα θύματα βρίσκουν το κουράγιο (αν το βρουν ποτέ) να μιλήσουν μετά από πολλά χρόνια, αν όχι δεκαετίες ολόκληρες, αφού πολύ συχνά νιώθουν φόβο και ντροπή για το γεγονός. Επίσης, στην Αγγλία ο Νόμος «Sexual Offences Act 2003», ο οποίος είναι ιδιαιτέρως περιγραφικός και συγκεκριμένος ως προς τις προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας, κατέστησε τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας απαράγραπτα διά βίου.
Ως εκ τούτου, αντιλαμβανόμαστε ότι και ο Έλληνας Νομοθέτης θα πρέπει να αναθεωρήσει ως προς τη στάση του επάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ήδη, με αφορμή της υπόθεση της Χρυσής Ολυμπιονίκη μας, Σοφίας Μπεκατώρου, διαφαίνεται η διάθεση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, να προβεί σε αλλαγές. Πιο συγκεκριμένα, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με την από 18.01.2021 υπ’ αριθμ. 3/2021 εγκύκλιό της παρέχει οδηγίες στους εισαγγελείς ανά τη χώρα αναφορικά με τον χειρισμό των καταγγελιών για αξιόποινες συμπεριφορές κατά της γενετήσιας ελευθερίας.
Μεταξύ άλλων, η εγκύκλιος αναφέρει ότι :«οι περιστάσεις επιβάλλουν να επανέλθουμε άμεσα και να εστιάσουμε την προσοχή και το ενδιαφέρον σας, κατά την άσκηση της βασικής λειτουργικής αρμοδιότητάς σας, στην ποινική αντιμετώπιση, σε όλες τις διαστάσεις τους, ειδικών αξιόποινων συμπεριφορών που ήδη αναδεικνύονται με αφορμή την καταγγελία της Ολυμπιονίκη μας Σοφίας Μπεκατώρου για σεξουαλική της κακοποίηση. Επιβάλλεται επιτακτικά να παρεμβαίνετε ταχύτατα για έρευνα όταν αναφαίνονται έστω και ελάχιστα υποστασιακά στοιχεία τέλεσης αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων ή εγκλημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί η απαιτούμενη από τον νόμο έγκληση, από τα οποία, εγκλήματα, προσβάλλονται θεμελιώδη προστατευόμενα έννομα αγαθά της ίδιας της γενετήσιας ελευθερίας, της τιμής και της αξιοπρέπειας στο χώρο της ελευθερίας αυτήςή που αυτά στρέφονται κατά της ανηλικότητας ως αυτοτελούς πλέον προστατευόμενου εννόμου αγαθού που ταυτίζεται με την ομαλή σεξουαλική ανάπτυξη των ανηλίκων, εννόμων αγαθών για την προστασία των οποίων, προεχόντως, διεκδικούν την εφαρμογή τους οι ποινικές διατάξεις του δεκάτου ενάτου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336353).»
Σε κάθε περίπτωση, και εν αναμονή σημαντικών αναμορφώσεων από τον Έλληνα Ποινικό Νομοθέτη, το γραφείο μας με πολυετή εμπειρία στο ποινικό δίκαιο μπορεί να σας βοηθήσει άμεσα και αποτελεσματικά, σε όλο το εύρος των εγκλημάτων που αφορούν σε παραβίαση της γενετήσιας ελευθερίας.
Για περισσότερες πληροφορίες και προσωπικό ραντεβού με εξειδικευμένο δικηγόρο επικοινωνήστε στα τηλ. 210 8811903, 6932455478.
Η ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ: ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, για τον οποίο έχει ήδη γίνει πολύς λόγος και τον κώδωνα του κινδύνου για τους οφειλέτες το Δικηγορικό μας Γραφείο έχει κρούσει ήδη από τα γεννοφάσκια του νόμου, όταν αυτός υπήρχε ακόμη ως νομοσχέδιο, επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2021, σηματοδοτώντας μία νέα περίοδο για τη (δικαστική) διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους. Μία περίοδο εντελώς αχαρτογράφητη, με τους πιστωτές (κυρίως τράπεζες και funds) να έχουν την απόλυτη πρωτοκαθεδρία ως προς τις πρωτοβουλίες κινήσεων και όπου οι πλειστηριασμοί των κατοικιών (ακόμη και των πρώτων και κύριων) θα είναι πολύ πιθανόν αναρίθμητοι, διαμορφώνοντας μία νέα καθημερινότητα.
Η παράταση της ισχύος του νέου αυτού Πτωχευτικού Κώδικα, για τις επιχειρήσεις έως την 1η Μαρτίου του τρέχοντος έτους και για τους ιδιώτες για την 1η Ιουνίου, δεν διαφοροποιεί σε τίποτε τους κινδύνους που θα διατρέξουν οι οφειλέτες όταν εν τέλει τεθεί ο Κώδικας σε ισχύ. Το νομοθετημένο πλέον καθεστώς δεν θα διαφοροποιείται σε τίποτε. Και η αναστολή της έναρξης ισχύος ήταν αποκλειστικά και μόνον αποτέλεσμα της πανδημίας που ταλανίζει τη Χώρα μας τους τελευταίους δέκα μήνες.
Αν όμως η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται σήμερα, οι εκτιμήσεις για την επαύριο, μετά-Covid, εποχή φαίνονται ακόμη πιο δυσοίωνες. Τότε, που και πάλι θα πρέπει να δειχθεί πραγματικά κοινωνική ευαισθησία, τότε που θα έχουν πια και ήδη έχουν δημιουργηθεί πλήθη κόκκινων δανείων λόγω αυτής της νέας οικονομικής κρίσης που βιώνει σήμερα πλήθος νοικοκυριών, τότε ακριβώς θα τεθεί σε ισχύ ο νόμος για το νέο Πτωχευτικό. Τότε, θα είναι ίσως πολύ αργά.
Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει όμως ταυτόχρονα μία αχτίδα ελπίδας. Με τον Πτωχευτικό Κώδικα να παίρνει παράταση, δίδεται ταυτόχρονα μία παράταση στους δανειολήπτες, ώστε να επιδιώξουν, προ της ισχύος του νόμου, να ρυθμίσουν τις οφειλές τους με τους πιστωτές τους, εξωδικαστικά, διαπραγματευόμενοι, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες αμηχανίας τόσο της Κυβέρνησης όσο και του Τραπεζικού Συστήματος, ενώπιον της πανδημίας, ώστε να επιτύχουν τη διευθέτηση της οφειλής τους όσο ακόμη οι πιστωτές τους δεν έχουν ακόμη στα χέρια τους το αβαντάζ που πρόκειται – και πράγματι θα τους δώσει – ο νέος Νόμος. Έχει πράγματι αποδειχθεί πρακτικά ότι οι Τράπεζες, αλλά και τα funds, αποδεικνύονται σημαντικά πιο συνεργάσιμα στον καιρό της πανδημίας, όσο βλέπουν τον Πτωχευτικό Νόμο και τα εργαλεία που θα τους προσφέρει να απομακρύνονται και όσο παρατηρούν τα δανειακά τους προϊόντα ολοένα και να κοκκινίζουν.
Αυτή ίσως να είναι η τελευταία ελπίδα των δανειοληπτών να επιτύχουν μία βιώσιμη, συμφέρουσα ρύθμιση και να διασώσουν την ακίνητη περιουσία τους – ιδίως την κύρια κατοικία τους. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για την κατάσταση που θα δημιουργηθεί με τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα. Αυτό που πρέπει να έχουν όμως οι δανειολήπτες στο νου τους είναι ότι, παρά τις εξαγγελίες για «δεύτερες ευκαιρίες» και «κοινωνική ευαισθησία», ο νόμος δεν περιλαμβάνει τέτοιες διατάξεις. Και δεν τάσσεται υπέρ των οφειλετών. Καμία πρόβλεψη, από νομικής άποψης, δεν είναι ευοίωνη για τους οφειλέτες. Εξ ου και πρέπει τα αντανακλαστικά τους να είναι σε εγρήγορση, ώστε να εκμεταλλευτούν αυτήν την νέα ευκαιρία που τους δίδεται και να σπεύσουν, με την βοήθεια των ειδικών, να ρυθμίσουν, όσο είναι ακόμη αυτό εφικτό, τις οφειλές τους με έναν τρόπο πρωτίστως βιώσιμο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο -διαμεσολαβητή στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Με την υπ’ αριθμ. 99/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, οφειλέτρια της οποίας η αίτηση νόμου Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είχε απορριφθεί, πέτυχε την αναστολή της διενέργειας άμεσα επικείμενου πλειστηριασμού για δύο ακίνητα ιδιοκτησίας της, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων!
Ειδικότερα, η δανειολήπτρια είχε καταθέσει αίτηση προσφυγής στον Ν.3869/2010, προκειμένου να ρυθμίσει την οφειλή της προς τις τράπεζες και να διασώσει την κύρια κατοικία της. Η αίτησή της απορρίφθηκε, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε δόλος ως προς την ανάληψη των δανείων και διατάχθηκε η άμεση εκποίηση τόσο της πρώτης κατοικίας της όσο και ενός ακόμη ακινήτου ιδιοκτησίας της.
Το γραφείο μας άσκησε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας την εξαφάνιση της απορριπτικής και κατάφορα άδικης απόφασης, η οποία πρόκειται να συζητηθεί σε τρία χρόνια. Παράλληλα, προχωρήσαμε σε κατάθεση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων αναστολής εκτέλεσης του πλειστηριασμού, ο οποίος είχε οριστεί για τον Φεβρουάριο του 2021, δηλαδή σε μόλις τρεις μήνες από σήμερα.
Με την υπ’ αριθμ. 99/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το Δικαστήριο κρίνοντας ως βέβαιη την ευδοκίμηση της έφεσής μας, διέταξε την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση της απόφασης του εφετείου και μάλιστα όρισε σύμμετρη καταβολή δόσεων προς τις πιστώτριες, προκαταλαμβάνοντας θετικά το εφετείο το οποίο θα κληθεί να αποφασίσει επί της αιτήσεως!
Η δανειολήπτρια – εντολέας μας όχι μόνο κατάφερε να αποφύγει την εκποίηση της κύριας κατοικίας της σε μια δύσκολη, λόγω της υγειονομικής κρίσης, συγκυρία, και να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, αλλά και να έχει έναν «άσσο στο μανίκι» εν όψει του εφετείου, καθώς επετεύχθη το εξαιρετικά σπάνιο αποτέλεσμα της σύμμετρης καταβολής δόσεων στη βάση μιας απορριπτικής απόφασης!!
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με διάσωση περιουσίας και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο – διαμεσολαβητή στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Σημειωτέον ότι όπως και στο προηγούμενο covid-lockdown οι τράπεζες και οι εισπρακτικές συνέχισαν ακάθεκτες την επιθετική τους πολιτική συχνά καταστρατηγώντας και την ηθική δεοντολογία και τους νόμους.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για αποφυγή πλειστηριασμού και διάσωση περιουσίας στα τηλ: 2108811903, 6932455478.
Πριν έρθει η ωρα του πλειστηριασμού έχουμε ακόμα μία άμυνα πολλή σημαντική! Ασφαλιστικά μέτρα για αύξηση της τιμής του ακινήτου. Έτσι οι τράπεζες δεν μπορούν να το πάρουν γιατί δεν τις συμφέρει. Συμφέρει όμως τον οφειλέτη, στην περίπτωση που τον πληρώσουν κι επιπλέον και πάρει και χρήματα στο χέρι ενώ δεν θα χρωστάει τίποτα!!
Άλλοι τρόποι άμυνας υπάρχουν επίσης είτε πριν είτε μετά την αναγγελία πλειστηριασμού τους οποίους συζητάμε για κάθε υπόθεση ξεχωριστά.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για αποφυγή πλειστηριασμού και διάσωση περιουσίας στα τηλ: 2108811903, 6932455478.
Εισαγγελία ΑΠ: Επιτρέπεται η χρήση παράνομα ηχογραφημένης συνομιλίας στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας
Με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απάντησε σε ερώτημα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τη νομιμότητα χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης υλικού (ηχογραφημένης συνομιλίας) στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, το ερώτημα της ΑΑΔΕ αφορούσε στο επιτρεπτό ή μη της αξιοποίησης ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας. Η Εισαγγελία ΑΠ καταλήγει πως η γνώμη της στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι:
α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και
β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.
Αναλυτικά η γνωμοδότηση αναφέρει:
Επί του ερωτήματος, το οποίο μας υποβάλατε με το με αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΣ.ΥΠ. Α 154567 ΕΞ 2020 ΕΜΠ 12-10-2020 έγγραφο σας, αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας, παραθέτουμε τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ισχύει, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 1,2 ΠΚ, όπως ισχύει, 1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.
Η ως άνω διάταξη θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9Α, 19 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και του έχοντος υπερνομοθετική ισχύ άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις ανωτέρω διατάξεις.
Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντάγματος. Όμως η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων θα κριθεί σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του Συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου). Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή.
Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού». Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου.
Η χρήση των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζήτησης της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων, όπως λ.χ. με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της διάταξης του άρθρου 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. που θεσπίζει την αρχή της αναλογικότητας, το παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ 611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007, 150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α. Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).
Την ίδια άποψη υιοθετούν και οι με αρ. 171/2017, 277/2014, 653/2013, 1202/2011 αποφάσεις του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες, η απαγόρευση της χρήσης παρανόμως ληφθέντος αποδεικτικού μέσου δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία, ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων, υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ. 12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094).Έτσι κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετίας, όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά το δεδομένο του παρανόμου του χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινίας και να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, ότι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan ν United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38]. Εξάλλου, μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών.
Επομένως, γίνεται δεκτό, ότι η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και κατά του κατηγορουμένου, τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014).Με βάση τις προπαρατεθείσες αναπτύξεις, είναι προφανές, ότι, εφόσον στην ποινική δίκη είναι επιτρεπτή, υπό προϋποθέσεις, η χρήση παρανόμου αποδεικτικού μέσου, κατά μείζονα λόγο ευχερώς συνάγεται, ότι και στην πειθαρχική διαδικασία, είναι επιτρεπτή, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτή συνάδει με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η γνώμη μας στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ως άνω ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι: α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.
(Πηγή: Lawspot.gr)
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού πλειστηριασμού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή έχει ως σκοπό, όπως μαρτυρά το όνομά της, να «αναγνωρίσει» ένα αρνητικό γεγονός, και συγκεκριμένα, όσον αφορά τους δανειολήπτες και τη σχέση τους με την πιστώτριά τους (συνήθως Τράπεζα), αναγνωρίζει κατά κυριολεξία το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δανειολήπτης δεν οφείλει προς την πιστώτριά του το ποσό που η τελευταία απαιτεί.
Πώς συμβαίνει αυτό;
Πολλοί δανειολήπτες σήμερα βρίσκονται στην αμήχανη και εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να αποπληρώνουν την οφειλή τους και παρά ταύτα να διαπιστώνουν ότι, όσο υψηλές κι αν είναι οι δόσεις τους κι όσο τακτικές κι αν είναι οι καταβολές τους, το κεφάλαιο καθαυτό της οφειλής τους δεν απομειώνεται – ή απομειώνεται με πολύ αργό ρυθμό. Στην περίπτωση δε που υπάρχει καθυστέρηση πληρωμών ή το δάνειο καταγγελθεί τελικά, δηλαδή γίνει «κόκκινο» εκεί ειδικά παρατηρούνται τεράστιες επιβαρύνσεις των δανειοληπτών με ποσά «περίεργα». Αυτό το δυστυχώς συχνό φαινόμενο είναι απόρροια συμβατικών όρων που έχουν παρεισφρήσει στη δανειακή σύμβαση, των γνωστών και ως Γενικών Όρων Συναλλαγών ή Γ.Ο.Σ. για συντομία, οι οποίοι είναι αφ’ ενός μη διαπραγματεύσιμοι για τον δανειολήπτη, αλλά και αφ’ ετέρου, και πολύ περισσότερο, τυγχάνουν καταχρηστικοί, παράνομοι και εν τέλει εξαιρετικά επιβαρυντικοί και βλαπτικοί, αλλά πάντα δεσμευτικοί, για τον δανειολήπτη. Και τούτο διότι οδηγούν ευθέως, κι όχι με σύννομο τρόπο, στη διόγκωση της οφειλής του δανειολήπτη, όπως μέσω της πρόβλεψης υψηλών, κυμαινόμενων και μονομερώς οριζόμενων επιτοκίων, μέσω υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών, μέσω μετακύλισης και ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/75, μέσω δαπανών παράνομων μεταξύ άλλων. Με αυτούς και διάφορους άλλους τρόπους, οι Τράπεζες επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους σε βάρος των οφειλετών τους, δημιουργώντας τεχνηέντως μία υπέρογκη οφειλή, την οποία είτε ο οφειλέτης θα κληθεί να αποπληρώσει (κέρδος για την Τράπεζα) είτε θα αδυνατεί, οπότε η Τράπεζα θα ικανοποιηθεί από την κατάσχεση της περιουσίας του οφειλέτη (πάλι κέρδος για την Τράπεζα).
Εδώ διαφαίνεται όμως και η αξία μίας αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής από τον οφειλέτη εναντίον της Τράπεζας. Διότι η αγωγή αυτή στην ουσία αποκαλύπτει, κι εν συνεχεία ακυρώνει όλους αυτούς τους παράνομους και καταχρηστικούς όρους της σύμβασης, την παράνομη διόγκωση της οφειλής των δανειοληπτών και αναγνωρίζει το γεγονός ότι η οφειλή δεν βρίσκεται στο ύψος που διατείνεται η Τράπεζα, αλλά σε ένα σημαντικά χαμηλότερο ύψος. Για το σκοπό αυτό, πριν από τη σύνταξη της αγωγής, σκόπιμο είναι να συνταχθεί μία οικονομοτεχνική έκθεση/ μελέτη από ειδικό οικονομολόγο, ο οποίος, ελέγχοντας τα έγγραφα που αφορούν την πορεία της δανειακής σχέσης του οφειλέτη (τα οποία εκ του νόμου υποχρεούται να χορηγήσει η τράπεζα στον οφειλέτη, αν αυτός τα αιτηθεί), αποκαλύπτει την ζημία που έχει υποστεί ο οφειλέτης από τον παράνομο και καταχρηστικό υπολογισμό της οφειλής. Αποκαλύπτει δηλαδή τη διαφορά μεταξύ της οφειλής που απαιτεί η Τράπεζα και της πραγματικής οφειλής. Η οποία διαφορά αναγνωρίζεται με την αγωγή από το Δικαστήριο.
Η άσκηση όμως της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής έχει αρκετά παραπέρα πλεονεκτήματα, που αφορούν στην βελτίωση κι οχύρωση της νομικής θέσης του οφειλέτη έναντι της πιστώτριάς του. Διότι, εάν ασκηθεί η εν λόγω αγωγή κι εκδοθεί απόφαση, τότε, εάν επιδοθεί Διαταγή Πληρωμής σε βάρος του οφειλέτη που απαιτεί το υπέρογκο και παράνομα υπολογισμένο ποσό, τότε το Δικαστήριο που θα δικάσει την Ανακοπή, θα βασιστεί υποχρεωτικά στην απόφαση επί της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και θα ακυρώσει τη Διαταγή Πληρωμής. Ακόμη όμως κι αν δεν έχει εκδοθεί απόφαση, θα έχει δημιουργηθεί εκκρεμοδικία, ώστε η απόφαση επί της Ανακοπής να εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής. Έτσι, σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα δεν θα μπορεί να διεκδικήσει τα υψηλότερα ποσά και θα πρέπει να περιορίσει στο απολύτως νόμιμο τις απαιτήσεις της – γεγονός εξαιρετικά ασύμφορο για τις κερδοσκοπικές προθέσεις της.
Ακόμη περισσότερο όμως, μία αρνητική αναγνωριστική αγωγή είναι ένα χρήσιμο νομικό εργαλείο στη φαρέτρα του δανειολήπτη που θέλει να ρυθμίσει την οφειλή του, αφού αποτελεί μοχλό πίεσης για την Τράπεζα, που εξαναγκάζεται να περιοριστεί στα απολύτως νόμιμα και να βάλει φρένο στις διωκτικές της διαθέσεις κατά του οφειλέτη. Πρακτικά δε, είναι δυνατή η παρεμπόδιση ενός ενδεχόμενου πλειστηριασμού για μεγάλα χρονικά διαστήματα, έως και 10 ετών!!! Πρόκειται δηλαδή για 10 έτη που η Τράπεζα δεν θα μπορεί να ικανοποιηθεί, ούτως ή άλλως!!! Έτσι, σε μία διαμεσολάβηση που μπορεί να επέλθει, η Τράπεζα θα είναι πολύ πιο πρόθυμη να προχωρήσει σε γενναίες ρυθμίσεις, έχοντας χάσει η ίδια τα «αβαντάζ» της σε βάρος ενός νομικά κατοχυρωμένου οφειλέτη.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού για διάσωση ακινήτων κι αποφυγή πλειστηριασμού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.