Το ζήτημα αναφορικά με την «μεταβολή του τόπου κατοικίας του ανήλικου τέκνου» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η αλλαγή του τόπου κατοικίας του γονέα, με τον οποίο διαμένει το παιδί, εφόσον επηρεάζει τους όρους άσκησης της επιμέλειας ή το δικαίωμα επικοινωνίας του παιδιού με τον άλλο γονέα, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας των δύο γονέων, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας τους, αποφασίζει το δικαστήριο, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου.
Πριν την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 4800/2021, το άρ. 1519 ΑΚ, προέβλεπε ότι «η μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτεί προηγούμενη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη οριστική δικαστική απόφαση μετά από αίτημα οποιουδήποτε από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο.».
Ωστόσο, με την νεότερη διάταξη μετά την θέση σε ισχύ του ν. 4800/2021, απαλείφεται η λέξη «οριστική», αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για μια καινοτόμα ερμηνευτική προσέγγιση εκ μέρους της νομολογίας που δέχεται ότι αρκεί οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, η οποία μπορεί να παράγει δεσμευτικό αποτέλεσμα για τους γονείς. Τέτοιες αποφάσεις είναι είτε οι τελεσίδικες, που εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία που αφορά σε διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, ύστερα από την άσκηση αγωγής, είτε οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων ή ακόμα και με προσωρινή διαταγή, που εκδίδονται κατόπιν αίτησης ασφαλιστικών μέτρων εκ μέρους του ενός γονέα σε επείγουσες περιπτώσεις και για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (στις περιπτώσεις ρύθμισης της άσκησης της επιμέλειας ή της επικοινωνίας ή ενδοοικογενειακής βίας ή όταν συντρέχει περίπτωση αφαίρεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας), ή σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
Στον χειρισμό της εκάστοτε περίπτωσης και υπόθεσης, κρίσιμο είναι να αποδειχθεί με ποιον τρόπο εξυπηρετείται καλύτερα το «βέλτιστο συμφέρον» του ανήλικου τέκνου, ποια η ικανότητα και η δυνατότητα κάθε γονέα να φροντίζει καθημερινά το παιδί και να του αφιερώνει προσωπικό χρόνο, η ηλικία, οι ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού κι η ανάγκη του παιδιού για συναισθηματική ασφάλεια και σταθερότητα περιβάλλοντος, κατά πόσο επηρεάζεται στην πράξη το δικαίωμα επικοινωνίας του έτερου γονέα, οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με καθέναν από τους γονείς και τους αδελφούς ή τους λοιπούς συγγενείς του, καθώς επίσης και για ποιους λόγους αποφασίζει ο γονέας με τον οποίο διαμένει το ανήλικο να μεταβάλει τον τόπο κατοικίας του (και κατ’ επέκταση του τέκνου), και άλλα στοιχεία από τα οποία προκύπτει το συμφέρον του ανήλικου.
Δέον να τονιστεί ότι η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνεται, αφού σταθμιστεί αν το συμφέρον του παιδιού εξυπηρετείται καλύτερα στην περίπτωση που το παιδί ακολουθήσει τον γονέα στον νέο τόπο της κατοικίας του ή αντιθέτως αν παραμείνει στον ίδιο τόπο κατοικίας. Στην περίπτωση που τόσο η μετακίνηση του παιδιού με τον ένα γονέα όσο και η παραμονή του με τον άλλο γονέα δεν προάγει το συμφέρον του, το οποίο θα προαγόταν θεωρητικά κατά τον βέλτιστο τρόπο με την παραμονή του στον ίδιο τόπο κατοικίας με τον γονέα, ο οποίος επιθυμεί να αλλάξει τον τόπο κατοικίας του και όχι με τον άλλο γονέα (λ.χ. αν αυτός αδιαφορεί για το παιδί, δεν μπορεί να αφιερώσει προσωπικό χρόνο για την ανατροφή του παιδιού), ενόψει του ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να εμποδίσει τον γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο να μεταβάλλει τον τόπο της δική του κατοικίας, το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει ποια είναι η λιγότερο βλαπτική για το παιδί λύση, δηλαδή να μετοικήσει με τον γονέα με τον οποίο διαμένει ήδη ή να παραμείνει στον ίδιο τόπο διαμένοντας εφεξής με τον άλλο γονέα. Η απαγόρευση της αλλαγής του τόπου διαμονής του παιδιού θα σήμαινε συνεπώς ότι αυτό θα διαμένει εφεξής στον ίδιο τόπο κατοικίας με τον άλλο γονέα, που ενδεχομένως δεν είναι ο καταλληλότερος εκ των δύο, πράγμα ανεπίτρεπτο εκ του νόμου.
Ως εκ τούτου, για το τόσο ευαίσθητο ζήτημα της μετοίκησης/ μεταβολής του τόπου διαμονής του ανήλικου τέκνου, αλλά και για τα υπόλοιπα θέματα διατροφής, επικοινωνίας, σκόπιμο είναι να απευθυνθείτε σε έμπειρο δικηγόρο οικογενειακού δικαίου για την σωστή καθοδήγηση και για τους κατάλληλους χειρισμούς της υπόθεσής σας.
Το γραφείο μας έχει πολυετή εμπειρία στο οικογενειακό δίκαιο και συγκεκριμένα στα θέματα τέκνων περί επιμέλειας, συνεπιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής, διατροφής συζύγων, γονέων και ανιόντων καθώς και υιοθεσίας τόσο στις δικαστικές αίθουσες σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας (ασφαλιστικά μέτρα, Πρωτοδικείο, Εφετείο, Άρειος Πάγος) όσο και στην οικογενειακή διαμεσολάβηση.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο – διαμεσολαβητή στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.