Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 784/2022 απόφασηςτου Ειρηνοδικείου Αθηνών, έγινε δεκτή η ανακοπή μας κατά διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή που είχε τεθεί κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, η οποία βασίστηκε σε οφειλές προερχόμενες από συμβάσεις καταναλωτικών δανείων. Η απόφαση έκρινε ότι ο ανατοκισμός και η κεφαλαιοποίηση της εισφοράς του Ν. 128/75 από την Τράπεζα ήταν εντελώς παράνομος, με αποτέλεσμα η απαίτηση της Τράπεζας να είναι ανεκκαθάριστη και η διαταγή πληρωμής και η συνημμένη με αυτή επιταγή προς εκτέλεση να ακυρωθεί.
Δυστυχώς σήμερα οι ρυθμοί με τους οποίους πλέον εκδίδονται διαταγές πληρωμής είναι πραγματικά καταιγιστικοί και πλειάδα συμπολιτών μας βρίσκονται στο στόχαστρο των Τραπεζών για οφειλές τους που έχουν πια «κοκκινίσει». Το πρώτο στάδιο άμυνας για τους οφειλέτες είναι η Ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής που στρέφεται εναντίον τους. Μολονότι λέγεται συχνά ότι «οι Ανακοπές δεν κερδίζονται», αυτό δεν είναι αλήθεια, και η παρούσα απόφαση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σημειωτέον βέβαια ότι όλα πρέπει να γίνονται μέσα στις τασσόμενες προθεσμίες διαφορετικά ακυρώνονται οι ανακοπές.
Διότι, στην μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, οι Τράπεζες επιβαρύνουν τις οφειλές των δανειοληπτών με τρόπο παράνομο και καταχρηστικό, ώστε να οδηγηθεί η οφειλή κυριολεκτικά σε πολλαπλασιασμό και να υπέρ-διογκωθεί. Και τούτο διότι οι αλλεπάλληλοι ανατοκισμοί και κεφαλαιοποιήσεις των οφειλών συμπεριλαμβάνουν αδιάκριτα επιπρόσθετες επιβαρύνσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εισφορά του Ν. 128/1975.
Αυτή ήταν και η περίπτωση της εντολέως μας, στην οφειλή της οποίας επιβλήθηκαν υπέρογκοι, καταχρηστικοί και παράνομοι τόκοι, ώστε να εκτοξευθεί στα ύψη η οφειλή της. Αποτέλεσμα αυτών είναι ο συνυπολογισμός των ποσών αυτών να είναι παράνομος, κι επομένως άκυρος, η ακυρότητα δε αυτή των επιμέρους ποσών να επηρεάζει το σύνολο της απαίτησης. Έτσι, επιτύχαμε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της συνημμένης σε αυτή επιταγής προς πληρωμή, από το Δικαστήριο, ώστε η οφειλή να υπολογιστεί ξανά, αυτή τη φορά με νόμιμο τρόπο.
Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται ο πλειστηριασμός, που θα ήταν η επόμενη ενέργεια και ταυτόχρονα διευκολύνεται η διαπραγμάτευση της οφειλής με μεγάλο κούρεμα!
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για διάσωση περιουσίας και αποφυγή πλειστηριασμών στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Με το άρ. 121 του Ν. 4926/20.04.2022 ο νομοθέτης προέβη σε καθορισμό ενός ανώτατου ορίου αναπροσαρμογής («πλαφόν») ποσοστού 3% για εμπορικές και επαγγελματικές μισθώσεις ακινήτων για το έτος 2022, ως εξής:
«1. Για τις μισθώσεις ακινήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 (Α ́ 30), καθώς και του άρθρου 13 του ν. 4242/2014 (Α ́50), επιτρέπεται, από την 1η.1.2022 έως και την 31η.12.2022, αναπροσαρμογή του μισθώματος που ανέρχεται σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%), κατά ανώτατο όριο, επί του μισθώματος του έτους 2021.
2. Η παρ. 1 καταλαμβάνει αναπροσαρμογές μισθώματος που πραγματοποιούνται μετά από την 1η.1.2022 και μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.».
Ανεξαρτήτως της ειδικής αυτής πρόβλεψης, η αναπροσαρμογή των μισθωμάτων έγκειται στην ελεύθερη βούληση των μερών, μισθωτή- εκμισθωτή, οι οποίοι είναι ελεύθεροι να επιλέξουν το ύψος του μισθώματος, καθώς και το πότε θα αναπροσαρμόζεται αυτό, όπως επίσης και στη βάση ποιων δεικτών θα υπολογίζεται η αναπροσαρμογή (λ.χ. Δεικτών Τιμών Κατανάλωσης- πληθωρισμό, της αύξησης του κύκλου εργασιών, της αύξησης της κερδοφορίας του μισθωτή κ.ά.).
Είθισται δε η αναπροσαρμογή να γίνεται μετά τα δύο πρώτα χρόνια της μίσθωσης, καθοριζομένης αυτής σε ποσοστό 6% τουλάχιστον επί της αντικειμενικής αξίας του μισθίου και σε ποσοστό 4% τουλάχιστον για τους ακάλυπτους χώρους, στις δε περιπτώσεις όπου δεν ισχύει το σύστημα των αντικειμενικών αξιών, η βάση υπολογισμού είναι η αγοραία αξία του μισθίου, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν διαφορετική αντιμετώπιση και συμφωνία (στην μισθωτική σύμβαση θα πρέπει να μνημονεύονται οι λόγοι αυτοί).
Για να τεθεί σε εφαρμογή και ισχύ η αναπροσαρμοσμένη τιμή του μισθώματος, ο εκμισθωτής οφείλει να κοινοποιήσει σχετική έγγραφη όχληση προς τον μισθωτή, διαφορετικά ο ίδιος υφίσταται την οικονομική απώλεια για τον χρόνο της δικής του καθυστέρησης. Δέον δε να σημειωθεί ότι η αναπροσαρμογή του μισθώματος προϋποθέτει ενεργή- ισχύουσα μίσθωση, δηλαδή να μην έχει λήξει ο συμβατικός της χρόνος, που δεν μπορεί να είναι μικρότερος της τριετίας (υποχρεωτική δέσμευση επί τριετία). Ωστόσο, εάν η μίσθωση έχει λήξει, και έχει καταστεί αορίστου χρόνου, ο εκμισθωτής διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει αναπροσαρμογή του μισθώματος ακόμα και με την απειλή καταγγελίας της μίσθωσης.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Η πρόσφατη υπ’ αρ. 971/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, ερμήνευσε διάφορα ζητήματα που άπτονται των εμπορικών μισθώσεων και αφορούν στην καταγγελία της μίσθωσης, στους όρους υπό τους οποίους αυτή γίνεται και πότε επέρχονται τα αποτελέσματά της, καθώς και στο πρακτικού ενδιαφέροντος ζήτημα της τύχης της εγγύησης που έχει δοθεί με την κατάρτιση της μισθωτικής σύμβασης.
Δέον να αναφερθεί ότι υπό το νομικό πλαίσιο του π.δ. 34/1995 περί εμπορικών μισθώσεων (που είχαν συναφθεί μέχρι την 28.02.2014), στο άρ. 43 προβλεπόταν το δικαίωμα του μισθωτή για καταγγελία «μεταμέλειας», για το κύρος της οποίας αρκεί η έγγραφη δήλωση του μισθωτή ότι καταγγέλλει τη μίσθωση χωρίς να απαιτείται η συνδρομή κάποιου λόγου που να δικαιολογεί τη μεταμέλειά του, υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρέλθει ένα έτος από την έναρξη της μισθωτικής σχέσης, οι δε έννομες συνέπειες αυτής επέρχονται μετά από τρεις μήνες από την γνωστοποίηση της καταγγελίας, και ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας.
Ακολούθησε ο ν.4242/2014, ο οποίος ισχύει για τις εμπορικές μισθώσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του (δηλαδή μετά την 28.02.2014). Όπως κάνει δεκτό και η ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου «Από τις διατάξεις του νεότερου αυτού νόμου δεν προκύπτει ότι παρέχεται στον μισθωτή δυνατότητα καταγγελίας της μίσθωσης οποτεδήποτε και μάλιστα εντελώς αζημίως πλέον για αυτόν, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, αλλά και της νόμιμης τριετούς διάρκειας της μίσθωσης, η οποία δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, ενώ δεν είναι δυνατή η παραίτηση των εκμισθωτών από την δέσμευση της τριετούς διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995, το οποίο εφαρμόζεται και στις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την ισχύ του ν.4242/2014.». Βέβαια, στο δε άρ. 13 παρ. 1 του ν. 4242/2014 αναφέρεται: «Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίησή της.».
Δέχεται το Δικαστήριο ότι για την πρόωρη καταγγελία της εμπορικής μίσθωσης για την οποία ο νόμος έχει θεσπίσει και ειδικούς λόγους καταγγελίας για αμφότερα τα μέρη, το περιεχόμενο του σπουδαίου λόγου πρέπει να προσδιορίζεται στενά. Δηλαδή συντρέχει όταν, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, η συνέχιση της διαρκούς αυτής ενοχικής σχέσης γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη, είτε για τα δυο μέρη, είτε για το ένα μόνο από αυτά, όπως συμβαίνει, όταν τούτο οφείλεται σε ουσιώδη μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων των μερών ή του ενός μέρους, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη οποιασδήποτε υπαιτιότητας στην επέλευση της μεταβολής αυτής. Τα συγκροτούντα τον σπουδαίο λόγο περιστατικά πρέπει να αποτελούν περιεχόμενο της καταγγελίας. Αν οι επικαλούμενοι με την καταγγελία λόγοι δεν συντρέχουν, αυτή είναι άκυρη, μη επιφέρουσα την λύση της μίσθωσης. Η δε αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με την λήξη της μίσθωσης και επιστρέφεται, αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.
Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι «για τη νομιμότητα και το ορισμένο της αγωγής απόδοσης εγγυοδοσίας, καταβληθείσης κατά την σύναψη σύμβασης μίσθωσης ακινήτου πρέπει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δικ., να αναφέρονται σ’ αυτήν τα εξής: η ειδικότερη συμφωνία ως προς την λειτουργία και την τύχη του ποσού που αποκαλείται ως «εγγύηση», αν δηλαδή δόθηκε για εξασφάλιση του μισθώματος ή για κάλυψη ζημίας από την μη εκπλήρωση της σύμβασης, είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία, ώστε με βάση τα συμφωνηθέντα να κριθεί το ληξιπρόθεσμο του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου και β) η απαιτούμενη λήξη της ένδικης μίσθωσης, ώστε να υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης.».
Είναι λοιπόν πραγματικό ζήτημα, κατά τα ανωτέρω, τι συνιστά «νεότερη συμφωνία» μεταξύ των μερών, περί λύσης της μίσθωσης, και πώς αποδεικνύεται ότι έχει καταρτιστεί, ή εάν η καταγγελία εκ μέρους του μισθωτή χωρίς να προβάλλει αυτός σπουδαίο λόγο, τον καθιστά εν τέλει δικαιούχο της εγγύησης που είχε αρχικά δώσει.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Η ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ: ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ
Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, για τον οποίο έχει ήδη γίνει πολύς λόγος και τον κώδωνα του κινδύνου για τους οφειλέτες το Δικηγορικό μας Γραφείο έχει κρούσει ήδη από τα γεννοφάσκια του νόμου, όταν αυτός υπήρχε ακόμη ως νομοσχέδιο, επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2021, σηματοδοτώντας μία νέα περίοδο για τη (δικαστική) διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους. Μία περίοδο εντελώς αχαρτογράφητη, με τους πιστωτές (κυρίως τράπεζες και funds) να έχουν την απόλυτη πρωτοκαθεδρία ως προς τις πρωτοβουλίες κινήσεων και όπου οι πλειστηριασμοί των κατοικιών (ακόμη και των πρώτων και κύριων) θα είναι πολύ πιθανόν αναρίθμητοι, διαμορφώνοντας μία νέα καθημερινότητα.
Η παράταση της ισχύος του νέου αυτού Πτωχευτικού Κώδικα, για τις επιχειρήσεις έως την 1η Μαρτίου του τρέχοντος έτους και για τους ιδιώτες για την 1η Ιουνίου, δεν διαφοροποιεί σε τίποτε τους κινδύνους που θα διατρέξουν οι οφειλέτες όταν εν τέλει τεθεί ο Κώδικας σε ισχύ. Το νομοθετημένο πλέον καθεστώς δεν θα διαφοροποιείται σε τίποτε. Και η αναστολή της έναρξης ισχύος ήταν αποκλειστικά και μόνον αποτέλεσμα της πανδημίας που ταλανίζει τη Χώρα μας τους τελευταίους δέκα μήνες.
Αν όμως η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται σήμερα, οι εκτιμήσεις για την επαύριο, μετά-Covid, εποχή φαίνονται ακόμη πιο δυσοίωνες. Τότε, που και πάλι θα πρέπει να δειχθεί πραγματικά κοινωνική ευαισθησία, τότε που θα έχουν πια και ήδη έχουν δημιουργηθεί πλήθη κόκκινων δανείων λόγω αυτής της νέας οικονομικής κρίσης που βιώνει σήμερα πλήθος νοικοκυριών, τότε ακριβώς θα τεθεί σε ισχύ ο νόμος για το νέο Πτωχευτικό. Τότε, θα είναι ίσως πολύ αργά.
Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει όμως ταυτόχρονα μία αχτίδα ελπίδας. Με τον Πτωχευτικό Κώδικα να παίρνει παράταση, δίδεται ταυτόχρονα μία παράταση στους δανειολήπτες, ώστε να επιδιώξουν, προ της ισχύος του νόμου, να ρυθμίσουν τις οφειλές τους με τους πιστωτές τους, εξωδικαστικά, διαπραγματευόμενοι, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες αμηχανίας τόσο της Κυβέρνησης όσο και του Τραπεζικού Συστήματος, ενώπιον της πανδημίας, ώστε να επιτύχουν τη διευθέτηση της οφειλής τους όσο ακόμη οι πιστωτές τους δεν έχουν ακόμη στα χέρια τους το αβαντάζ που πρόκειται – και πράγματι θα τους δώσει – ο νέος Νόμος. Έχει πράγματι αποδειχθεί πρακτικά ότι οι Τράπεζες, αλλά και τα funds, αποδεικνύονται σημαντικά πιο συνεργάσιμα στον καιρό της πανδημίας, όσο βλέπουν τον Πτωχευτικό Νόμο και τα εργαλεία που θα τους προσφέρει να απομακρύνονται και όσο παρατηρούν τα δανειακά τους προϊόντα ολοένα και να κοκκινίζουν.
Αυτή ίσως να είναι η τελευταία ελπίδα των δανειοληπτών να επιτύχουν μία βιώσιμη, συμφέρουσα ρύθμιση και να διασώσουν την ακίνητη περιουσία τους – ιδίως την κύρια κατοικία τους. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για την κατάσταση που θα δημιουργηθεί με τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα. Αυτό που πρέπει να έχουν όμως οι δανειολήπτες στο νου τους είναι ότι, παρά τις εξαγγελίες για «δεύτερες ευκαιρίες» και «κοινωνική ευαισθησία», ο νόμος δεν περιλαμβάνει τέτοιες διατάξεις. Και δεν τάσσεται υπέρ των οφειλετών. Καμία πρόβλεψη, από νομικής άποψης, δεν είναι ευοίωνη για τους οφειλέτες. Εξ ου και πρέπει τα αντανακλαστικά τους να είναι σε εγρήγορση, ώστε να εκμεταλλευτούν αυτήν την νέα ευκαιρία που τους δίδεται και να σπεύσουν, με την βοήθεια των ειδικών, να ρυθμίσουν, όσο είναι ακόμη αυτό εφικτό, τις οφειλές τους με έναν τρόπο πρωτίστως βιώσιμο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο -διαμεσολαβητή στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Με την υπ’ αριθμ. 99/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, οφειλέτρια της οποίας η αίτηση νόμου Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είχε απορριφθεί, πέτυχε την αναστολή της διενέργειας άμεσα επικείμενου πλειστηριασμού για δύο ακίνητα ιδιοκτησίας της, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων!
Ειδικότερα, η δανειολήπτρια είχε καταθέσει αίτηση προσφυγής στον Ν.3869/2010, προκειμένου να ρυθμίσει την οφειλή της προς τις τράπεζες και να διασώσει την κύρια κατοικία της. Η αίτησή της απορρίφθηκε, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε δόλος ως προς την ανάληψη των δανείων και διατάχθηκε η άμεση εκποίηση τόσο της πρώτης κατοικίας της όσο και ενός ακόμη ακινήτου ιδιοκτησίας της.
Το γραφείο μας άσκησε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας την εξαφάνιση της απορριπτικής και κατάφορα άδικης απόφασης, η οποία πρόκειται να συζητηθεί σε τρία χρόνια. Παράλληλα, προχωρήσαμε σε κατάθεση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων αναστολής εκτέλεσης του πλειστηριασμού, ο οποίος είχε οριστεί για τον Φεβρουάριο του 2021, δηλαδή σε μόλις τρεις μήνες από σήμερα.
Με την υπ’ αριθμ. 99/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το Δικαστήριο κρίνοντας ως βέβαιη την ευδοκίμηση της έφεσής μας, διέταξε την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση της απόφασης του εφετείου και μάλιστα όρισε σύμμετρη καταβολή δόσεων προς τις πιστώτριες, προκαταλαμβάνοντας θετικά το εφετείο το οποίο θα κληθεί να αποφασίσει επί της αιτήσεως!
Η δανειολήπτρια – εντολέας μας όχι μόνο κατάφερε να αποφύγει την εκποίηση της κύριας κατοικίας της σε μια δύσκολη, λόγω της υγειονομικής κρίσης, συγκυρία, και να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, αλλά και να έχει έναν «άσσο στο μανίκι» εν όψει του εφετείου, καθώς επετεύχθη το εξαιρετικά σπάνιο αποτέλεσμα της σύμμετρης καταβολής δόσεων στη βάση μιας απορριπτικής απόφασης!!
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με διάσωση περιουσίας και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο – διαμεσολαβητή στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Σημειωτέον ότι όπως και στο προηγούμενο covid-lockdown οι τράπεζες και οι εισπρακτικές συνέχισαν ακάθεκτες την επιθετική τους πολιτική συχνά καταστρατηγώντας και την ηθική δεοντολογία και τους νόμους.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για αποφυγή πλειστηριασμού και διάσωση περιουσίας στα τηλ: 2108811903, 6932455478.
Πριν έρθει η ωρα του πλειστηριασμού έχουμε ακόμα μία άμυνα πολλή σημαντική! Ασφαλιστικά μέτρα για αύξηση της τιμής του ακινήτου. Έτσι οι τράπεζες δεν μπορούν να το πάρουν γιατί δεν τις συμφέρει. Συμφέρει όμως τον οφειλέτη, στην περίπτωση που τον πληρώσουν κι επιπλέον και πάρει και χρήματα στο χέρι ενώ δεν θα χρωστάει τίποτα!!
Άλλοι τρόποι άμυνας υπάρχουν επίσης είτε πριν είτε μετά την αναγγελία πλειστηριασμού τους οποίους συζητάμε για κάθε υπόθεση ξεχωριστά.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για αποφυγή πλειστηριασμού και διάσωση περιουσίας στα τηλ: 2108811903, 6932455478.
Εισαγγελία ΑΠ: Επιτρέπεται η χρήση παράνομα ηχογραφημένης συνομιλίας στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας
Με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απάντησε σε ερώτημα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τη νομιμότητα χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης υλικού (ηχογραφημένης συνομιλίας) στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, το ερώτημα της ΑΑΔΕ αφορούσε στο επιτρεπτό ή μη της αξιοποίησης ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας. Η Εισαγγελία ΑΠ καταλήγει πως η γνώμη της στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι:
α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και
β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.
Αναλυτικά η γνωμοδότηση αναφέρει:
Επί του ερωτήματος, το οποίο μας υποβάλατε με το με αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΣ.ΥΠ. Α 154567 ΕΞ 2020 ΕΜΠ 12-10-2020 έγγραφο σας, αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας, παραθέτουμε τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ισχύει, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 1,2 ΠΚ, όπως ισχύει, 1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.
Η ως άνω διάταξη θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9Α, 19 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και του έχοντος υπερνομοθετική ισχύ άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις ανωτέρω διατάξεις.
Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντάγματος. Όμως η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων θα κριθεί σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του Συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου). Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή.
Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού». Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου.
Η χρήση των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζήτησης της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων, όπως λ.χ. με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της διάταξης του άρθρου 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. που θεσπίζει την αρχή της αναλογικότητας, το παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ 611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007, 150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α. Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).
Την ίδια άποψη υιοθετούν και οι με αρ. 171/2017, 277/2014, 653/2013, 1202/2011 αποφάσεις του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες, η απαγόρευση της χρήσης παρανόμως ληφθέντος αποδεικτικού μέσου δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία, ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων, υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ. 12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094).Έτσι κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετίας, όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά το δεδομένο του παρανόμου του χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινίας και να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, ότι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan ν United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38]. Εξάλλου, μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών.
Επομένως, γίνεται δεκτό, ότι η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και κατά του κατηγορουμένου, τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014).Με βάση τις προπαρατεθείσες αναπτύξεις, είναι προφανές, ότι, εφόσον στην ποινική δίκη είναι επιτρεπτή, υπό προϋποθέσεις, η χρήση παρανόμου αποδεικτικού μέσου, κατά μείζονα λόγο ευχερώς συνάγεται, ότι και στην πειθαρχική διαδικασία, είναι επιτρεπτή, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτή συνάδει με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η γνώμη μας στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ως άνω ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι: α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.
(Πηγή: Lawspot.gr)
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού πλειστηριασμού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή έχει ως σκοπό, όπως μαρτυρά το όνομά της, να «αναγνωρίσει» ένα αρνητικό γεγονός, και συγκεκριμένα, όσον αφορά τους δανειολήπτες και τη σχέση τους με την πιστώτριά τους (συνήθως Τράπεζα), αναγνωρίζει κατά κυριολεξία το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δανειολήπτης δεν οφείλει προς την πιστώτριά του το ποσό που η τελευταία απαιτεί.
Πώς συμβαίνει αυτό;
Πολλοί δανειολήπτες σήμερα βρίσκονται στην αμήχανη και εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να αποπληρώνουν την οφειλή τους και παρά ταύτα να διαπιστώνουν ότι, όσο υψηλές κι αν είναι οι δόσεις τους κι όσο τακτικές κι αν είναι οι καταβολές τους, το κεφάλαιο καθαυτό της οφειλής τους δεν απομειώνεται – ή απομειώνεται με πολύ αργό ρυθμό. Στην περίπτωση δε που υπάρχει καθυστέρηση πληρωμών ή το δάνειο καταγγελθεί τελικά, δηλαδή γίνει «κόκκινο» εκεί ειδικά παρατηρούνται τεράστιες επιβαρύνσεις των δανειοληπτών με ποσά «περίεργα». Αυτό το δυστυχώς συχνό φαινόμενο είναι απόρροια συμβατικών όρων που έχουν παρεισφρήσει στη δανειακή σύμβαση, των γνωστών και ως Γενικών Όρων Συναλλαγών ή Γ.Ο.Σ. για συντομία, οι οποίοι είναι αφ’ ενός μη διαπραγματεύσιμοι για τον δανειολήπτη, αλλά και αφ’ ετέρου, και πολύ περισσότερο, τυγχάνουν καταχρηστικοί, παράνομοι και εν τέλει εξαιρετικά επιβαρυντικοί και βλαπτικοί, αλλά πάντα δεσμευτικοί, για τον δανειολήπτη. Και τούτο διότι οδηγούν ευθέως, κι όχι με σύννομο τρόπο, στη διόγκωση της οφειλής του δανειολήπτη, όπως μέσω της πρόβλεψης υψηλών, κυμαινόμενων και μονομερώς οριζόμενων επιτοκίων, μέσω υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών, μέσω μετακύλισης και ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/75, μέσω δαπανών παράνομων μεταξύ άλλων. Με αυτούς και διάφορους άλλους τρόπους, οι Τράπεζες επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους σε βάρος των οφειλετών τους, δημιουργώντας τεχνηέντως μία υπέρογκη οφειλή, την οποία είτε ο οφειλέτης θα κληθεί να αποπληρώσει (κέρδος για την Τράπεζα) είτε θα αδυνατεί, οπότε η Τράπεζα θα ικανοποιηθεί από την κατάσχεση της περιουσίας του οφειλέτη (πάλι κέρδος για την Τράπεζα).
Εδώ διαφαίνεται όμως και η αξία μίας αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής από τον οφειλέτη εναντίον της Τράπεζας. Διότι η αγωγή αυτή στην ουσία αποκαλύπτει, κι εν συνεχεία ακυρώνει όλους αυτούς τους παράνομους και καταχρηστικούς όρους της σύμβασης, την παράνομη διόγκωση της οφειλής των δανειοληπτών και αναγνωρίζει το γεγονός ότι η οφειλή δεν βρίσκεται στο ύψος που διατείνεται η Τράπεζα, αλλά σε ένα σημαντικά χαμηλότερο ύψος. Για το σκοπό αυτό, πριν από τη σύνταξη της αγωγής, σκόπιμο είναι να συνταχθεί μία οικονομοτεχνική έκθεση/ μελέτη από ειδικό οικονομολόγο, ο οποίος, ελέγχοντας τα έγγραφα που αφορούν την πορεία της δανειακής σχέσης του οφειλέτη (τα οποία εκ του νόμου υποχρεούται να χορηγήσει η τράπεζα στον οφειλέτη, αν αυτός τα αιτηθεί), αποκαλύπτει την ζημία που έχει υποστεί ο οφειλέτης από τον παράνομο και καταχρηστικό υπολογισμό της οφειλής. Αποκαλύπτει δηλαδή τη διαφορά μεταξύ της οφειλής που απαιτεί η Τράπεζα και της πραγματικής οφειλής. Η οποία διαφορά αναγνωρίζεται με την αγωγή από το Δικαστήριο.
Η άσκηση όμως της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής έχει αρκετά παραπέρα πλεονεκτήματα, που αφορούν στην βελτίωση κι οχύρωση της νομικής θέσης του οφειλέτη έναντι της πιστώτριάς του. Διότι, εάν ασκηθεί η εν λόγω αγωγή κι εκδοθεί απόφαση, τότε, εάν επιδοθεί Διαταγή Πληρωμής σε βάρος του οφειλέτη που απαιτεί το υπέρογκο και παράνομα υπολογισμένο ποσό, τότε το Δικαστήριο που θα δικάσει την Ανακοπή, θα βασιστεί υποχρεωτικά στην απόφαση επί της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και θα ακυρώσει τη Διαταγή Πληρωμής. Ακόμη όμως κι αν δεν έχει εκδοθεί απόφαση, θα έχει δημιουργηθεί εκκρεμοδικία, ώστε η απόφαση επί της Ανακοπής να εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής. Έτσι, σε κάθε περίπτωση, η Τράπεζα δεν θα μπορεί να διεκδικήσει τα υψηλότερα ποσά και θα πρέπει να περιορίσει στο απολύτως νόμιμο τις απαιτήσεις της – γεγονός εξαιρετικά ασύμφορο για τις κερδοσκοπικές προθέσεις της.
Ακόμη περισσότερο όμως, μία αρνητική αναγνωριστική αγωγή είναι ένα χρήσιμο νομικό εργαλείο στη φαρέτρα του δανειολήπτη που θέλει να ρυθμίσει την οφειλή του, αφού αποτελεί μοχλό πίεσης για την Τράπεζα, που εξαναγκάζεται να περιοριστεί στα απολύτως νόμιμα και να βάλει φρένο στις διωκτικές της διαθέσεις κατά του οφειλέτη. Πρακτικά δε, είναι δυνατή η παρεμπόδιση ενός ενδεχόμενου πλειστηριασμού για μεγάλα χρονικά διαστήματα, έως και 10 ετών!!! Πρόκειται δηλαδή για 10 έτη που η Τράπεζα δεν θα μπορεί να ικανοποιηθεί, ούτως ή άλλως!!! Έτσι, σε μία διαμεσολάβηση που μπορεί να επέλθει, η Τράπεζα θα είναι πολύ πιο πρόθυμη να προχωρήσει σε γενναίες ρυθμίσεις, έχοντας χάσει η ίδια τα «αβαντάζ» της σε βάρος ενός νομικά κατοχυρωμένου οφειλέτη.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού για διάσωση ακινήτων κι αποφυγή πλειστηριασμού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Ενδεικτικά, για μικρούς οφειλέτες, ακόμη μια επιτυχία του γραφείου μας.
Έπειτα από εξωδικαστική διαπραγμάτευση του δικηγορικού μας γραφείου για ρύθμιση οφειλής με την πιστώτρια τράπεζα, επετεύχθη ρύθμιση στην οποία ο οφειλέτης πλέον μπορεί να ανταπεξέλθει με μεγάλη ευκολία, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε επιπρόσθετες δικαστικές διενέξεις με την πιστώτρια.
Η εν λόγω οφειλή προέρχεται από πιστωτική κάρτα και ανέρχεται σήμερα σε ποσό σχεδόν 7.000 ευρώ. Η πιστώτρια τράπεζα, ήταν ανένδοτη σε οποιαδήποτε ρύθμιση της οφειλής επεδίωξε ο οφειλέτης και μάλιστα προχώρησε σε εξώδικη καταγγελία μεσούσης της υγειονομικής κρίσης που έχει επιφέρει η πανδημία του νέου κορωνοϊού COVID19. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προκειμένου ο δανειολήπτης να αποφύγει την δικαστική διαμάχη, η οποία θα ήταν βεβαίως ιδιαίτερα χρονοβόρα, απευθύνθηκε στο δικηγορικό μας γραφείο.
Με την κατάλληλη πίεση και εξειδικευμένους χειρισμούς από πλευράς μας, η πιστώτρια τράπεζα ανταποκρίθηκε με μια ιδιαιτέρως ικανοποιητική ρύθμιση και ένα ταυτόχρονο κούρεμα του 1/3 της οφειλής! Συγκεκριμένα, η πιστώτρια πρότεινε διαγραφή ποσού σχεδόν 2.500 ευρώ και ρύθμιση του υπολειπόμενου ποσού περίπου 4.250 με 132 μηνιαίες δόσεις ύψους 50,00 ευρώ!
Για του λόγου το αληθές, παραθέτουμε αυτούσια την πρόταση της πιστώτριας, η οποία κοινοποιήθηκε σε εμάς μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου:
Το γραφείο μας με πολυετή εμπειρία σε τραπεζικά ζητήματα εν γένει είναι σε θέση να βρει την καλύτερη λύση και να σας καθοδηγήσει στην προσπάθεια εξωδικαστικής ρύθμισης των οφειλών σαςείτε μέσω διαπραγμάτευσης είτε μέσω Διαμεσολάβησης.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.