RSS

Tag Archives: μαγνητοφώνηση

Μαγνητοφωνημένες συνομιλίες: Εφορία-Ποινικό

Εισαγγελία ΑΠ: Επιτρέπεται η χρήση παράνομα ηχογραφημένης συνομιλίας στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας

Με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απάντησε σε ερώτημα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τη νομιμότητα χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης υλικού (ηχογραφημένης συνομιλίας) στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας.

Συγκεκριμένα, το ερώτημα της ΑΑΔΕ αφορούσε στο επιτρεπτό ή μη της αξιοποίησης ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας. Η Εισαγγελία ΑΠ καταλήγει πως η γνώμη της στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι:

α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και

β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.

Αναλυτικά η γνωμοδότηση αναφέρει:

Επί του ερωτήματος, το οποίο μας υποβάλατε με το με αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΣ.ΥΠ. Α 154567 ΕΞ 2020 ΕΜΠ 12-10-2020 έγγραφο σας, αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας, παραθέτουμε τα ακόλουθα:

 Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ισχύει, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.

Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 1,2 ΠΚ, όπως ισχύει, 1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.

Η  ως άνω διάταξη θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9Α, 19 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και του έχοντος υπερνομοθετική ισχύ άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις ανωτέρω διατάξεις.

Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντάγματος. Όμως η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων θα κριθεί σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του Συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου). Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή.

Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού». Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου.

Η χρήση των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζήτησης της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων, όπως λ.χ. με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της διάταξης του άρθρου 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. που θεσπίζει την αρχή της αναλογικότητας, το παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ 611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007, 150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α. Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).

Την ίδια άποψη υιοθετούν και οι με αρ. 171/2017, 277/2014, 653/2013, 1202/2011 αποφάσεις του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες, η απαγόρευση της χρήσης παρανόμως ληφθέντος αποδεικτικού μέσου δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία, ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων, υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ. 12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094).Έτσι κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετίας, όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά το δεδομένο του παρανόμου του χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινίας και να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, ότι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.

Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan ν United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38]. Εξάλλου, μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών.

Επομένως, γίνεται δεκτό, ότι η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και κατά του κατηγορουμένου, τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014).Με βάση τις προπαρατεθείσες αναπτύξεις, είναι προφανές, ότι, εφόσον στην ποινική δίκη είναι επιτρεπτή, υπό προϋποθέσεις, η χρήση παρανόμου αποδεικτικού μέσου, κατά μείζονα λόγο ευχερώς συνάγεται, ότι και στην πειθαρχική διαδικασία, είναι επιτρεπτή, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτή συνάδει με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η γνώμη μας στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ως άνω ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι: α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.

(Πηγή: Lawspot.gr)

Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού πλειστηριασμού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.

 
 

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Αποζημίωση για αστυνομική βία

Αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης από αστυνομική βία

ΔΠΑ 11077/2019, 25ο Τμήμα

Με την απόφασή του το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας επιδίκασε αποζημίωση υπέρ του ενάγοντος, ο οποίος ενώ ήταν ακόμη ανήλικος, υπέστη απάνθρωπη μεταχείριση κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο αστυνομικό τμήμα Πατρών. Ειδικότερα, μετά από επεισόδια που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο των αποκριάτικων εκδηλώσεων, ο ενάγων συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα, όπου και κρατήθηκε σε ιδιαίτερο δωμάτιο –απομόνωση- και χτυπήθηκε με τη χρήση ράβδου (γκλομπ).

Η συμπεριφορά αυτή εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων είναι ευθέως αντίθετη στο αρ.3 της ΕΣΔΑ, το οποίο και ορίζει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς». Η λακωνική αυτή διατύπωση δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ουσιαστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ,  το άρθρο 3 δεν προβλέπει εξαιρέσεις και καμιά παρέκκλιση δεν επιτρέπεται από αυτό, ακόμα και στις ακραίες συνθήκες, όπως είναι η περίπτωση πολέμου ή «κινδύνου απειλούντος τη ζωή του έθνους», η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα. Ακόμα και στις δύσκολες αυτές περιστάσεις η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαγορεύει ρητά τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση με όρους απόλυτους, αναδεικνύοντας την πρωταρχική σπουδαιότητα της απαγόρευσης και την αναγκαιότητα απαρέγκλιτης εφαρμογής της διάταξης. Η απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και κάθε άλλης μορφής κακομεταχείρισης σημαίνει ότι τα κράτη είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν ότι οι εκπρόσωποί τους δεν συμμετέχουν σε βασανιστήρια ή άλλες μορφές κακομεταχείρισης, ανεξαρτήτως των συνθηκών.

Περαιτέρω μάλιστα, σύμφωνα και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, εφόσον έχει λάβει χώρα η παραβίαση του άρθρου 3, γεννάται υποχρέωση του Κράτους προς  διεξαγωγή εμπεριστατωμένης και αποτελεσματικής έρευνας, ικανής να οδηγήσει στην αναγνώριση και, ενδεχομένως, στον κολασμό των υπευθύνων (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 11.4.2019, Sarwari και λοιποί κατά Ελλάδας, αριθ. προσφυγής 38089/12, σκ. 107).

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δέχτηκε την παραβίαση εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων μόνο της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 3, ως προς την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Γεννάται δε υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, καθώς σύμφωνα και με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η εν λόγω «ένδικη διαφορά αφορά σε ενέργειες αστυνομικού, συναφείς με τα καθήκοντά του, είναι δε αδιάφορο για την πλήρωση της, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, προϋπόθεσης του οργάνου του Δημοσίου, εάν οι ενέργειες αυτές απαγορεύονται από διατάξεις νομοθετικής, ή και υπέρτερης ισχύος, αφού η παραβίασή τους συναρτάται με την έτερη προϋπόθεση, για τον παράνομο χαρακτήρα τους».

Πηγή adjustice.gr/lawspot.gr

 Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932 455478.

 

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Προσωπικά Δεδομένα

 Αποδεικτική χρήση προσωπικών δεδομένων σε ποινική δίκη.

 Το δικαίωμα του καθενός να προστατεύεται από την αθέμιτη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του Κράτους Δικαίου, γι’ αυτό εξάλλου κατοχυρώνεται και Συνταγματικά στο Άρθρο 9Α Σ, σύμφωνα με το οποίο καμία τέτοια συλλογή, επεξεργασία και χρήση τους δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς την προηγούμενη έγκριση του ατόμου. Βέβαια η προστασία αυτή δεν είναι απόλυτη αλλά μπορεί να περιοριστεί, και άρα να γίνει συλλογή και επεξεργασία άνευ εγκρίσεως του εκάστοτε υποκειμένου, ιδίως σε περιπτώσεις όπου η μη χρήση τους θα μπορούσε  να οδηγήσει σε προσβολή άλλων Συνταγματικών δικαιωμάτων.

 Μία τέτοια περίπτωση  αποτελεί  η διαδικασία ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, όπου διακυβεύεται, όχι μόνο η τιμή και η υπόληψη του κατηγορουμένου από μία πιθανή καταδίκη του, αλλά και η ίδια η προσωπική του ελευθερία εφόσον απειλείται με φυλάκιση ή πολύ περισσότερο με κάθειρξη. Μάλιστα στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου λαμβάνονται πάντα υπόψη α) ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η προστασία της οποίας είναι πρωταρχικός στόχος της Πολιτείας καθώς και β) ο σεβασμός στο δικαίωμα του κατηγορουμένου στη δίκαιη δίκη, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι το δικαίωμα υπεράσπισής του. Έτσι ο Δικαστής δύναται, μετά και από στάθμιση των δικαιωμάτων που συγκρούονται (προσωπικά δεδομένα vs προσωπικής ελευθερίας), τηρουμένης και της αρχής της αναλογικότητας, να κάνει δεκτά τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα που συνίστανται σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δημοσιευμένων στο διαδίκτυο (λχ φωτογραφίες αναρτημένες στο  facebook). Κατ’ ακριβολογία μάλιστα, καθίσταται επιτακτική, ως απορρέουσα από τις ανωτέρω θεμελιώδες Συνταγματικές αρχές, η χρησιμοποίηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, ιδιαίτερα απ’ τη στιγμή που αυτά είναι ουσιώδη για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου.

 Προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα, η νομολογία του Αρείου Πάγου (Α.Π. (Ολ.) 1/2017), κάνει δεκτό πως η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτη αλλά δύναται να περιοριστεί εφόσον αυτό επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή εάν η άσκησή τους προσβάλλει ανώτερα δικαιώματα τρίτων. Ειδικότερα, έκανε δεκτό ότι  «η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους, αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού, και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1616/2012, ΣτΕ 2254/2005), όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) και της επιχειρηματικής ελευθερίας», δεχόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο τη χρήση τους για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.  

 Στο ίδιο πνεύμα, η υπ’ αριθ. Α.Π. (Ποιν.) 453/2016 έκανε δεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας με το σκεπτικό ότι, μπορεί μεν κατά κανόνα να θεωρείται παράνομη μια τέτοια απομαγνητοφώνηση, εν προκειμένω όμως λόγω της σοβαρότητας της κατηγορίας σε συνδυασμό και με την αποδεικτική αναγκαιότητα -ήταν το μόνο αποδεικτικό της αθωότητας του κατηγορουμένου– ήταν επιβεβλημένη η χρησιμοποίηση εκ μέρους του Δικαστηρίου.  Μάλιστα, έγινε παράλληλα δεκτό πως σε περίπτωση μη χρησιμοποίησής του θα συνέτρεχε περίπτωση προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

 Και η υπ’ αριθ. 8/2019 απόφαση του Μ.Ο.Δ. Ηρακλείου δέχτηκε ότι «τα μηνύματα μέσω των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και πως δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντιδίκους και συνάμα συνομιλούντες μέσω αυτών στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης.»

Εξάλλου, και το άρθρο 55 παρ. 3 του Νέου Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων ορίζει ρητά ότι « Οι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να ελέγχουν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας». Ευθέως δηλαδή και άνευ καμίας αμφιβολίας, εναπόκειται στην αποκλειστική ευχέρεια του Δικαστηρίου η αποδοχή ή όχι των ισχυρισμών που αφορούν σε επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων των διαδίκων.  Έτσι, κινούμενες προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτή της προστασίας των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, οι ανωτέρω αποφάσεις δέχονται ως αποδεικτικά μέσα «παράνομα» μαγνητοφωνημένες συνομιλίες καθώς και συνομιλίες και φωτογραφίες που ανταλλάσσουν οι χρήστες-διάδικοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.

 

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,