Εισαγγελία ΑΠ: Επιτρέπεται η χρήση παράνομα ηχογραφημένης συνομιλίας στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας
Με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σημαντική γνωμοδότησή της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου απάντησε σε ερώτημα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σχετικά με τη νομιμότητα χρήσης και αποδεικτικής αξιοποίησης υλικού (ηχογραφημένης συνομιλίας) στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, το ερώτημα της ΑΑΔΕ αφορούσε στο επιτρεπτό ή μη της αξιοποίησης ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας. Η Εισαγγελία ΑΠ καταλήγει πως η γνώμη της στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι:
α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και
β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.
Αναλυτικά η γνωμοδότηση αναφέρει:
Επί του ερωτήματος, το οποίο μας υποβάλατε με το με αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΣ.ΥΠ. Α 154567 ΕΞ 2020 ΕΜΠ 12-10-2020 έγγραφο σας, αναφορικά με το επιτρεπτό ή μη ως αποδεικτικού μέσου ηχογραφημένης συνομιλίας εφοριακού υπαλλήλου με επιχειρηματία, κατά την οποία ο πρώτος απαίτησε και έλαβε από τον δεύτερο σημαντικό χρηματικό ποσό, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (φορολογικός έλεγχος επιχείρησης), στα πλαίσια της πειθαρχικής διαδικασίας, παραθέτουμε τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ισχύει, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 1,2 ΠΚ, όπως ισχύει, 1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί ή να αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου.
Η ως άνω διάταξη θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9Α, 19 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος και του έχοντος υπερνομοθετική ισχύ άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπειά τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις ανωτέρω διατάξεις.
Από πλευράς συνταγματικού δικαίου η προστασία της ιδιωτικής ζωής κατοχυρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 5Α, 9, 9Α και 19 του Συντάγματος. Όμως η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων θα κριθεί σε συνταγματικό επίπεδο, αφού ο τυπικός νόμος δεν μπορεί να κατισχύσει του Συντάγματος (Α. Ζύγουρας, Αντ/λέας Αρείου Πάγου). Η δικονομική αξιοποίησις υπό των ιδιωτών των παρανόμως αποκτηθέντων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων μετά την τελευταία νομοθετική μεταβολή ΠοινΧρ 2008,1013). Αυτό έγινε δεκτό από τον Άρειο Πάγο με την 1/2001 απόφαση της Ολομέλειας (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τον οποίο επιβάλλεται η ad hoc στάθμιση των συγκρουόμενων ατομικών δικαιωμάτων με γνώμονα τη βέλτιστη δυνατή συνύπαρξη τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγορεύσεως των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή.
Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού». Συνεπώς, από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου θα κριθεί κατά πόσον η θεσπιζόμενη απόλυτη απαγόρευση της δικονομικής αξιοποίησης τέτοιων αποδεικτικών μέσων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 §1 και 25 §1 εδ. δν Συντ. Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 2 §1, 5 §2, 19 §§1 και 3 και 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. προκύπτει, ότι ο κανόνας της απαγόρευσης της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, που θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 19 §3 του Συντ., κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις όχι μόνον υπέρ αλλά και κατά του κατηγορουμένου.
Η χρήση των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν κατόπιν βασανιστηρίων αποκλείεται κατ’ απόλυτο τρόπο ως μέσο αναζήτησης της αλήθειας, αφού τα βασανιστήρια αναιρούν την ίδια την έννοια του κράτος δικαίου. Η έλλογη αξιοποίηση όμως άλλων αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων, όπως λ.χ. με παραβίαση του ιδιωτικού απορρήτου κ.λπ., είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου, εξασφαλίζει την ισορροπία στο σύστημα προστασίας αξιών κατά την αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τη βαθύτερη λογική του δικαίου, η οποία στηρίζεται στη στάθμιση των εννόμων αγαθών και συμφερόντων και στη σύμμετρη κατ’ αναλογία διαφύλαξη τους (Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014, ΟλΑΠ 1/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επομένως, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπέρ του κατηγορουμένου, υπό τον περιορισμό της διάταξης του άρθρου 25 §1 εδ. δ’ του Συντ. που θεσπίζει την αρχή της αναλογικότητας, το παρανόμως ληφθέν αποδεικτικό μέσο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται, το αποδεικτικό αυτό μέσο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Εξ άλλου, υπό τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις θα ληφθεί υπόψη κατά του κατηγορουμένου παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του (ΑΠ 611/2006 με σύμφωνη αγόρευση του Αντεισαγγελέα Α. Ζύγουρα ΠοινΔικ 2006, 857, ΝοΒ 2007, 150, ΠοινΧρ 2007, 895, Δ 2006, 927, Α. Ζύγουρας, ό.π., σελ. 1014,ΔιατΕισΕφΠειρ 110/2009 ΠοινΔνη 2010.1299, 2011.328 με παρατηρήσεις Γ. Μπουρμά).
Την ίδια άποψη υιοθετούν και οι με αρ. 171/2017, 277/2014, 653/2013, 1202/2011 αποφάσεις του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες, η απαγόρευση της χρήσης παρανόμως ληφθέντος αποδεικτικού μέσου δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία, ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρουμένων καθηκόντων, υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Αλλά και η νομολογία του ΕΔΔΑ κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή ότι είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις, όπως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η δικονομική αξιοποίηση παρανόμων αποδεικτικών μέσων (Βλ. Α. Ζύγουρα, ό.π., με περαιτέρω παραπομπές σε ΕΔΔΑ, υπόθεση Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφ. 5.11.2002, σκέψεις 47-48, υπόθεση Schenk κατά Ελβετία, απόφ. 12.7.1988, ΠΛογ 2003.1300, ΠοινΔικ 2008,1096 σημ. 21 αντίστοιχα, κ.ά., Ε. Πουλαράκη, Η Νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απόδειξη στη ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2008,1094).Έτσι κρίθηκε ότι στις προαναφερόμενες περιπτώσεις με τη δικονομική αξιοποίηση των παρανόμων αποδεικτικών μέσων, δεν παραβιάστηκε η από το άρθρο 6 §1 ΕΣΔΑ θεσπιζόμενη αρχή της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα στην υπόθεση Schenk κατά Ελβετίας, όπου η κατηγορία είχε στηριχθεί σε μια υποκλαπείσα τηλεφωνική ομιλία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά το δεδομένο του παρανόμου του χρησιμοποιηθέντος αποδεικτικού μέσου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1, αφού ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαγνητοταινίας και να αντισταθεί στη χρήση της, ενώ υπήρχαν και άλλα στοιχεία σε βάρος του. Αλλά και στην περίπτωση που το «παράνομο» αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ενοχής του, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, ότι δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη, εάν ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση το αποδεικτικό υλικό και τον τρόπο απόκτησης του σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα στην υπόθεση Khan κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το τηλεφωνικό υλικό, που ήταν προϊόν υποκλοπής, αποτέλεσε τη μόνη ισχυρή απόδειξη ενοχής, το Δικαστήριο κατέληξε με ψήφους 6 προς 1 ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §1 από την απόφαση των αρμοδίων ποινικών δικαστών να μην κηρύξουν απαράδεκτο το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς ο κατηγορούμενος είχε ευρεία δυνατότητα να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο καθώς και τις περιστάσεις λήψης του [Βλ. Khan ν United kingdom (12.5.2000), σκέψεις 37-38]. Εξάλλου, μια ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων θα οδηγούσε σε παράλογα αξιακά αποτελέσματα ή στην καταβαράθρωση ενός συστήματος κοινωνικών αξιών.
Επομένως, γίνεται δεκτό, ότι η χρησιμοποίηση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας και κατά του κατηγορουμένου, τουλάχιστον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η εν λόγω απαγόρευση οδηγεί σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, τα συνταγματικά δικαιώματα-έννομα αγαθά του οποίου μπορούν να προστατευθούν μόνο με τη δικαστική αξιοποίηση κάποιου παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 611/2006 ΠοινΔικ 2006, 857 με συμφ. προτ. Εισ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΧρ 2008, 1014).Με βάση τις προπαρατεθείσες αναπτύξεις, είναι προφανές, ότι, εφόσον στην ποινική δίκη είναι επιτρεπτή, υπό προϋποθέσεις, η χρήση παρανόμου αποδεικτικού μέσου, κατά μείζονα λόγο ευχερώς συνάγεται, ότι και στην πειθαρχική διαδικασία, είναι επιτρεπτή, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, η χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτή συνάδει με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η γνώμη μας στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, ότι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που διενεργείται σε βάρος του ανωτέρω υπαλλήλου, μπορεί να γίνει χρήση της ως άνω ηχογραφημένης συνομιλίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι: α) η εν λόγω συνομιλία αποτελεί το μόνο αποδεικτικό μέσο και β) ότι σε αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω απαγόρευση θα είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμα και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας, αφού στην περίπτωση αυτή, η συμπεριφορά του δράστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ηχογραφημένη συνομιλία, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσης του, η οποία άρχισε με το έγκλημα της δωροληψίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.
(Πηγή: Lawspot.gr)
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού πλειστηριασμού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για διάσωση κατοικίας – περιουσίας κι αποφυγή πλειστηριασμού στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
ΑΠΟΦΑΣΗ – ΦΡΕΝΟ στην ΑΣΥΔΟΣΙΑ των ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ AIRBNB
Η τάση της λεγόμενης βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb) έχει ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, καθώς ολοένα και περισσότεροι ιδιοκτήτες ακινήτων προτιμούν την λύση αυτή έναντι της κλασικής μίσθωσης. Και τούτο διότι, όπως αποδεικνύεται από την πρακτική, η βραχυχρόνια μίσθωση αποτελεί μία πολύ πιο προσοδοφόρα αξιοποίηση για τους ιδιοκτήτες. Παρά ταύτα, ιδιαίτερα όταν το ακίνητο που εκμισθώνεται βρίσκεται σε πολυκατοικία, είναι πολύ συχνό φαινόμενο οι υπόλοιποι ένοικοι να βρίσκονται στη δεινή θέση να ταλαιπωρούνται από φασαρία σε ώρες κοινής ησυχίας, ζημίες και φθορές στους κοινόχρηστους χώρους κλπ. Πρόσφατη απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου βάζει φρένο, καθώς αποτελεί πλέον «προηγούμενο», στους παρανομούντες και αμελείς ιδιοκτήτες ακινήτων.
Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση, το δικαστήριο δέχθηκε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των υπόλοιπων ενοίκων της πολυκατοικίας κι απαγόρευσε στην ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος κάθε μελλοντική επαγγελματική χρήση ως τουριστικό κατάλυμα, απειλώντας την μάλιστα με προσωπική κράτηση ενός μηνός και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για κάθε παράβαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιδιοκτήτρια όχι μόνον αγνόησε τον κανονισμό της πολυκατοικίας που ρητά απαγόρευε τη χρήση των οριζοντίων ιδιοκτησιών ως τουριστικών καταλυμάτων, αλλά κώφευε στις διαρκείς διαμαρτυρίες των υπόλοιπων ενοίκων για φασαρία, κατάληψη θέσεων στάθμευσης και πολύωρη χρήση της πισίνας από τους φιλοξενούμενους, μεταξύ άλλων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι σωστό ούτε και νομικά ορθό να υπάρξει μία «οριζόντια» απαγόρευση βραχυχρόνιων μισθώσεων στις πολυκατοικίες, όπως αποδεικνύει άλλωστε και η σχετική πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1259/2019 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών που ήταν υπέρ του ιδιοκτήτη airbnb. Στην τελευταία όμως αυτή υπόθεση, από την εκτίμηση όλων των περιστάσεων και δεδομένων, προέκυψε ότι είχε υπάρξει μόλις μία διαμαρτυρία για φασαρία, οι δε επισημανθείσες φθορές δεν μπορούσε να αποδειχτεί ότι οφείλονταν στους φιλοξενούμενους, διότι ούτως ή άλλως οι οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας χρησιμοποιούνταν από πολλούς ενοίκους με επαγγελματικό τρόπο, σε κτίριο με γραφεία, με αποτέλεσμα να υπάρχει πληθώρα επισκεπτών καθημερινά.
Δηλαδή, και στις δύο αποφάσεις, έγινε στάθμιση όλων των περιστατικών, κι έτσι, όπως στην περίπτωση του Ναυπλίου η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των ενοίκων, καθώς είχαν μεσολαβήσει τακτικές διαμαρτυρίες και αδιαφορία του ιδιοκτήτη, έτσι στην περίπτωση της Αθήνας, δικαιώθηκε ο ιδιοκτήτης, αφού υπήρξε μόλις μία επίσημη διαμαρτυρία, οι δε φθορές δεν μπορούσαν να αποδοθούν αποκλειστικά και μόνον στους φιλοξενούμενους. Γίνεται δηλαδή κάθε φορά στάθμιση των περιστάσεων, ώστε να διευκρινίζεται εάν πράγματι ο ιδιοκτήτης είναι παράνομος, αμελής κι αδιάφορος, ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην προστασία των λοιπών ενοίκων. Ειδάλλως, από νομικής τουλάχιστον άποψης, δεν πρέπει – κι ορθώς – να θίγεται το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να εκμεταλλευτεί κατά βούληση το ακίνητό του.
Σημειωτέον ότι το γεγονός πως υπήρχε καταστατικό που απαγόρευε την τουριστική χρήση των οριζοντίων ιδιοκτησιών δεν είναι σε κάθε περίπτωση δεσμευτικό για το δικαστήριο, αφού, σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως στα παλαιότερα καταστατικά των πολυκατοικιών, αποτυπώνονται παλαιωμένοι και παρωχημένοι όροι που στη σύγχρονη κοινωνία που ζούμε θεωρούνται εντελώς καταχρηστικοί. Κι αντιθέτως, μπορεί να υπάρξει απαγόρευση από το δικαστήριο ενώ δεν αναφέρεται στο καταστατικό, όπως επίσης κι αποζημίωση για την παρακώλυση χρήσης και τις φθορές.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για διάσωση περιουσίας κι αποζημιώσεις στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Υπερχρεωμένα: ΟΛΙΚΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΧΡΕΟΥΣ σε νέο δανειολήπτη !!!Ακόμα μια σημαντική απόφαση του γραφείου μας!!
Με την υπ’ αριθ. 286/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Περιστερίου επιτύχαμε την ΠΛΗΡΗ διαγραφή του χρέους εντολέα μας που είχε συμβληθεί σε δανειακές συμβάσεις της μητέρας του ως εγγυητής, ορίζοντας το Δικαστήριο μηδενικές καταβολές!!!
Ειδικότερα, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι το σύνολο των προς ρύθμιση δανειακών οφειλών του αιτούντος αφορούν σε δάνεια στα οποία υπέγραψε ως εγγυητής, και παρότι το σύνολο της οφειλής αγγίζει τις 65.000 ευρώ περίπου, κρίθηκε ότι αυτός θα πρέπει να απαλλαγεί εντελώς, δηλαδή ορίζοντάς του μηδενικές καταβολές, διότι μεγάλο μέρος των υποχρεώσεών του θα εξοφληθούν από την πρωτοφειλέτρια μητέρα του.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο αιτών είχε βρεθεί σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών ήδη από τον χρόνο κατάθεσης της αίτησής του, καθότι τότε ήταν άνεργος και γενικότερα σε επαγγελματική και εισοδηματική αβεβαιότητα, ακόμα κι όταν έβρισκε περιστασιακή εργασία, ενώ στην ίδια κατάσταση εξακολουθούσε να βρίσκεται και κατά τον χρόνο συζήτησης, παρότι κατά τον χρόνο εκείνο εργαζόταν, διότι κρίθηκε πως η κάλυψη των αναγκών της οικογένειάς του, που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει, και οι λοιπές υποχρεώσεις του δεν θα του άφηναν ατομικό εισόδημα ικανό για να πληρώνει εκτός των λοιπών δαπανών του και τις δανειακές δόσεις που καλείται ως εγγυητής να πληρώσει, αν και με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα 2.700 ευρώ διότι υπερτονίσαμε τα μηνιαία έξοδα!!.
Συνεπεία αυτών και θεωρώντας ότι η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη δεν πρόκειται να μεταβληθεί, το Ειρηνοδικείο έκρινε ότι η οριστική απαλλαγή του αιτούντος οφειλέτη πρέπει να επέλθει άμεσα λόγω των παραπάνω κι έτσι όρισε την πλήρη διαγραφή του χρέους του, ήτοι «κούρεμα» του 100%των δανειακών του οφειλών εξ εγγυήσεως.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για διάσωση κατοικίας – περιουσίας κι αποφυγή πλειστηριασμού στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Με την υπ’ αριθ. 5694/2019 απόφαση, το Ειρηνοδικείο
Αθηνών προέβη στην κατ’ ουσίαν ΠΛΗΡΗ
διαγραφή του χρέους του εντολέα μας ορίζοντας μηδενικές καταβολές!!!
Ειδικότερα, το Ειρηνοδικείο με την υπ’ αριθμ. 5694/2019
απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση του δανειολήπτη για την υπαγωγή του στον ν.
3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά, αποδεχόμενο την αδυναμία πληρωμών
στην οποία είχε περιέλθει ο οφειλέτης. Συγκεκριμένα, ο αιτών, 56 ετών και
άνεργος, έγγαμος χωρίς τέκνα έχει ως
μοναδικό του εισόδημα τη σύνταξη της συζύγου του, η οποία ανέρχεται στα 1.095
ευρώ, η οποία μάλιστα, ήδη μετά την κατάθεση της αίτησης και έως την
ημερομηνία της συνεδρίασης είχε μειωθεί έτι περαιτέρω.
Το συνολικό ύψος των οφειλών του ανέρχεται στο ποσό των 92.730 ευρώ και προέρχεται από δύο καταναλωτικά δάνεια και πέντε πιστωτικές κάρτες που είχε συνάψει με τους πιστωτές του, όλα δε για την κάλυψη έκτακτων ιατρικών δαπανών που αφορούσαν στα μέλη της πατρικής οικογενείας του. Ο εν λόγω οφειλέτης, κατά τα έτη σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων, εμφάνιζε αυξημένα κοινά εισοδήματα με τη σύζυγό του, περί τα 3.700 ευρώ μηνιαίως από την εργασία του. Ωστόσο, λόγω της επέλευσης της οικονομικής κρίσης, είδε τα εισοδήματά του να καταρρέουν, με αποτέλεσμα κατά τα έτη 2014 και 2015 όντας και ο ίδιος άνεργος, να ανέρχονται περίπου στα 1.095 ευρώ μηνιαίως, όλα, δε, προερχόμενα από τη σύνταξη της συζύγου του. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη χρόνια ανεργία, οδήγησαν σταδιακά και αναπόφευκτα στην οικονομική του εξόντωση.
Ως λογικό επακόλουθο, άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά
προβλήματα ρευστότητας και σταδιακά οδηγήθηκε
σε πλήρη και μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Αποδείξαμε, λοιπόν, στο δικαστήριο
ότι ο αιτών δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να προβλέψει την κατάσταση
αδυναμίας πληρωμών στην οποία περιήλθε, αποκλείοντας
εντελώς την ύπαρξη δόλου, έστω και ενδεχόμενου. Έκρινε δε το
Δικαστήριο, ότι η μείωση των εισοδημάτων του αιτούντος προκλήθηκε αμιγώς από
την οικονομική κρίση που έχει χτυπήσει την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αύξηση
της φορολογίας και του κόστους ζωής εν γένει.
Συνεπεία αυτών και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την παρούσα
οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, το Ειρηνοδικείο έκρινε ότι η οριστική
απαλλαγή του αιτούντος οφειλέτη πρέπει να επέλθει άμεσα λόγω των παραπάνω κι
έτσι όρισε την πλήρη διαγραφή του χρέους
του, ήτοι «κούρεμα» του 100%των αρχικών περιουσιακών του οφειλών.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο για διάσωση κατοικίας – περιουσίας κι αποφυγή πλειστηριασμού στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.
Πολύ προσεκτικοί θα πρέπει να είναι οι αιτούντες την ρύθμιση των οφειλών τους δια της δικαστικής οδού, μέσω του ν. Κατσέλη (ν. 3869/2010), όταν χρησιμοποιούν το μέσο κοινωνικής δικτύωσης «facebook», διότι ουδέν κρυπτόν υπό….τον δικαστή!!
Η
πρόσφατη υπ’ αρ. 5551/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών απέρριψε την αίτηση οφειλέτιδας, καθώς
έκρινε ότι εκείνη δεν τήρησε το καθήκον ειλικρίνειας που ο νόμος Κατσέλη
επιβάλλει και μάλιστα παραβίασε την υποχρέωσή της να δηλώσει την μεταβολή
-και δη τη βελτίωση- της οικονομικής και εργασιακής κατάστασης, της ίδιας και
του συζύγου της. Σημειωτέον ότι την παραβίαση αυτή του καθήκοντος ειλικρίνειας μπορεί
να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής κατ’ ένσταση, ενώ για να επέλθουν εις
βάρος του οφειλέτη οι οριζόμενες στο νόμο δυσμενείς κυρώσεις -δηλαδή η απόρριψη
της αίτησης- δεν απαιτείται με την συμπεριφορά να έχει μειωθεί (βλαφτεί) η
ικανοποίηση των πιστωτών, αρκεί οι
εσφαλμένες ατελείς δηλώσεις του οφειλέτη να είναι πρόσφορες να μειώσουν
(ζημιώσου) την ικανοποίηση των πιστωτών.
Εν
προκειμένω, όπως προέκυψε από το «δημόσιο» προφίλ της αιτούσας στο μέσο
κοινωνικής δικτύωσης «facebook»,
κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης ήταν περιστασιακά εργαζόμενη, χωρίς
εισοδήματα, κατοικούσε στην Ελλάδα με τον σύζυγό της που εργαζόταν με χαμηλές
αποδοχές. Το 2015, δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια μετά την κατάθεση της αίτησής της
-και πριν συζητηθεί αυτή- δήλωνε στο «προφίλ» της ότι διέμενε στην Αγγλία, όπου
τόσο εκείνη όσο και ο σύζυγός της εργάζονταν, αναρτώντας παράλληλα και
φωτογραφίες από αγγλικές πόλεις! Όταν δε, η αιτούσα προέβη στην προβλεπόμενη επικαιροποιήση του φακέλου της στο Ειρηνοδικείο, το
έτος 2016, ουδέν από τα ανωτέρω δήλωσε, ενώ ακόμα και τα έγγραφα που
προσκόμισε ήταν ελλιπή! Αντιθέτως, με την Υπεύθυνη
Δήλωση που υπέβαλε τότε στο Ειρηνοδικείο πιστοποιούσε την ορθότητα και
πληρότητα της αίτησής της!! Τα στοιχεία αυτά όμως προσκόμισε η αντίδικος
τράπεζα, επηρεάζοντας την κρίση του Δικαστή.
Θα
αναρωτηθεί κανείς αν τέτοιες πληροφορίες, όπως φωτογραφίες κλπ. που αναρτώνται
από τους χρήστες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο δικαστήριο ή αν αυτό συνιστά
παραβίαση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων μας. Η απάντηση βρίσκεται στο
λεπτό όριο της συναίνεσης για τη
δημοσιοποίηση των δεδομένων αυτών, όπως δέχθηκε η ίδια απόφαση και δη «Η
προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφορά σε επεμβάσεις σε αρχεία που είναι
κρυφά και δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και στην επεξεργασία κρυφών δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα από επέμβαση σε κρυφό αρχείο. Όσο η ιδιωτική ζωή είναι
απόρρητη είναι άξια προστασίας, όμως όταν πλέον έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί
παύει να είναι άξια προστασίας από τον σχετικό νόμο (ν. 2472/1997), ήτοι όταν
τέτοια προσωπικά δεδομένα του ατόμου είναι γνωστά σε ένα σχετικά μεγάλο αριθμό
προσώπων ή μπορούν να γίνουν από αυτούς εύκολα αντιληπτά και θεωρούνται
εξακριβωμένα, τότε δεν προσβάλλεται το δικαίωμα για πληροφοριακή αυτοδιάθεση
και στην ιδιωτική ζωή. Στην περίπτωση του μέσου κοινωνικής δικτύωσης «facebook», ο χρήστης έχει τη
δυνατότητα να προβεί σε ρυθμίσεις ιδιωτικότητας στο «προφίλ» του, εάν επιθυμεί
να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτό, στις
φωτογραφίες του και γενικότερα στις αναρτήσεις του, δηλαδή να προβεί σε
ρυθμίσεις περιορισμού προσβάσεως στις πληροφορίες του.» .
Ως
εκ τούτου, απαιτείται μεγάλη προσοχή κατά την χρήση των μέσων κοινωνικής
δικτύωσης και να απευθύνεστε σε δικηγόρο που εμπιστεύεστε και μπορεί να σας
παρέχει τις σωστές συμβουλές!!
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο
δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ:2108811903 και 6932455478.
Με την «περίφημη» υπόθεση του Facebook να κυριαρχεί στις ειδήσεις τις τελευταίες ημέρες, έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον, όχι μόνον των νομικών, αλλά και πολλών συμπολιτών μας (κι όχι αποκλειστικά χρηστών πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης) για το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με αποτέλεσμα ο υπ’ αριθμ 2016/679 Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων (GDPR) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να έχει βρεθεί στο προσκήνιο και στο επίκεντρο της προσοχής μας.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: τί συνιστά παραβίαση των προσωπικών δεδομένων; Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παραβίαση συντρέχει όταν σημειώνεται συμβάν ασφαλείας σε σχέση με δεδομένα για τα οποία ευθύνεται μία εταιρεία ή ένας οργανισμός, το οποίο έχει ως συνέπεια την παραβίαση του απορρήτου, της διαθεσιμότητας ή της ακεραιότητας των δεδομένων αυτών. Ένα τέτοιο συμβάν είναι πιθανό να θέτει σε κίνδυνο δικαιώματα και ελευθερίες φυσικών προσώπων, οπότε, εν προκειμένω, η εν λόγω εταιρεία ή οργανισμός θα πρέπει να ειδοποιήσει την εποπτική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (Α.Π.Δ.), χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το αργότερο εντός 72 ωρών αφότου αντιληφθεί την παραβίαση. Εάν η εταιρεία ή ο οργανισμός είναι ο εκτελών την επεξεργασία, θα πρέπει να ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας δεδομένων (DPO) για κάθε παραβίαση δεδομένων.
Υπό αυτό το πρίσμα, παραβίαση έχουμε στην περίπτωση γνωστοποίησης δεδομένων που αφορούν προσωπικές διευθύνσεις, την οικογενειακή σύνθεση, το μισθό και δεδομένα υγείας των εργαζομένων εταιρείας, οπότε η εταιρεία αυτή θα πρέπει εντός 72 ωρών να ενημερώσει την Αρχή Προστασίας Δεδομένων. Διαφορετική είναι η περίπτωση όπου μία υπηρεσία cloud χάσει, επί παραδείγματι, σκληρούς δίσκους που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πελατών της, στο οποίο ενδεχόμενο η εταιρεία θα πρέπει να ειδοποιήσει αμέσως τους πελάτες της, οι οποίοι με τη σειρά τους θα πρέπει να ενημερώσουν αφ’ ενός τα φυσικά πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία, αφ’ ετέρου δε και την Α.Π.Δ.
Το άρθρο 83 του GDPR προβλέπει ότι οι παραβιάσεις των διατάξεων σχετικά με τη γνωστοποίηση και ανακοίνωση της παραβίασης δεδομένων μπορούν να επισύρουν (διοικητικά) πρόστιμα έως και 10.000.000 ευρώ ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 2% του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους – ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο.
Σημειώνεται τέλος ότι ο ως άνω Γενικός Κανονισμός θα τεθεί σε ισχύ σε λιγότερο από 60 ημέρες, οπότε θα προβλεφθεί η υποχρέωση γνωστοποίησης των παραβιάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ:210 8811903, 210 8251894, 6932 455478.
Με την από 01.12.2017 και υπ’ αριθμ. 140/2017 απόφασή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.) επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους 2.000 ευρώ σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, λόγω παράβασης από την τελευταία διατάξεων σχετικά με το απόρρητο και την ασφάλεια της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και συγκεκριμένα των οριζόμενων στο άρθρο 10 του ν. 2472/1997.
Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν καταγγελίας συνδρομητή προς την εν λόγω εταιρεία για μεταφορά του τηλεφωνικού του αριθμού σε τρίτο, κατόπιν λανθασμένης ταυτοποίησης. Ο τρίτος, έχοντας το ίδιο ονοματεπώνυμο, όχι όμως και πατρώνυμο, προσήλθε σε κατάστημα της εταιρείας (η οποία, στα πλαίσια του παρόντος νόμου θεωρείται ως υπεύθυνος επεξεργασίας), και παρέλαβε κάρτα SIM και τον τηλεφωνικό αριθμό του καταγγέλλοντος. Τον αριθμό αυτό χρησιμοποίησε για περίπου δέκα ημέρες, έως ότου ο καταγγέλλων επισκέφθηκε κατάστημα της εταιρείας και του επιστράφηκε ο αριθμός του, ενώ πληροφορήθηκε πως η ταυτοποίηση του τρίτου έγινε με βάση το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας. Ο ίδιος ο καταγγέλλων, όπως ισχυρίστηκε η εταιρεία, δεν είχε ενημερώσει την ίδια για την αλλαγή της ταυτότητας του.
Εν όψει αυτών των γεγονότων, όπως παρουσιάστηκαν ενώπιόν της, η ΑΠΔΠΧ έκρινε ότι η χορήγηση του αριθμού έγινε πράγματι από σφάλμα της εταιρείας κατά τη διαδικασία ταυτοποίησης, καθώς αφ’ ενός προηγουμένως ο αριθμός αυτός άνηκε πράγματι στον καταγγέλλοντα, αφ’ ετέρου δε, κατά την επίσκεψη του τελευταίου στο κατάστημα, ο αριθμός του επιστράφηκε στον ίδιο. Αυτό μάλιστα αποτελεί και παραδοχή του σφάλματος από την εταιρεία, σύμφωνα με την Αρχή. Από την άλλη, η παράλειψη του καταγγέλλοντος να ενημερώσει την εταιρεία για την αλλαγή της ταυτότητάς του δεν αίρει την υπαιτιότητα αυτής ως προς τη μη ορθή ταυτοποίηση του τρίτου προσώπου, καθώς είναι προφανές πως, μολονότι ο αριθμός του δελτίου ταυτότητας δεν θα αντιστοιχούσε με τα στοιχεία του συστήματος, έφερε σε κάθε περίπτωση λοιπά δεδομένα του τρίτου, όπως συγκεκριμένα το πατρώνυμό του. Η έλλειψη του σχετικού ελέγχου καθιστά την πράξη της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας ως πλημμελή και ελλιπή. Κρίθηκε έτσι ακόλουθη η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. β΄ και ε΄ του ως άνω νόμου.
Συνεπεία των ανωτέρω, η ΑΠΔΠΧ επέβαλε στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας πρόστιμο 2.000 ευρώ για την παραβίαση του άρθρου 10 του ν. 2472/1997, αφού δεν εφήρμοσε τα κατάλληλα οργανωτικά μέτρα ασφαλείας για την ταυτοποίηση του συνδρομητή της. Απηύθυνε, επιπλέον, σύσταση για την προσαρμογή της διαδικασίας ταυτοποίησης των συνδρομητή της και τον αυστηρό έλεγχο τήρησής της.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ:210 8811903, 210 8251894, 6932 455478.
Η νέα πνοή που δόθηκε τον τελευταίο καιρό στην Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, κατόπιν των διαβημάτων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, καθιστά την επιστροφή της προσοχής στο νόμο 2472/1997 επίκαιρη έως και αναγκαία, όχι μόνον γιατί έχει στραφεί και πάλι το ενδιαφέρον του κόσμου στο συγκεκριμένο δικαιϊκό τομέα, αλλά και για να υπενθυμιστεί η σημασία του, ιδίως της επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που στη σύγχρονη εποχή της τεχνολογικής ανάπτυξης, αποκτά άλλη διάσταση.
Αντικείμενο του νόμου, κατά το άρθρ. 1, είναι «η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής». Τα δεδομένα αυτά γενικώς ορίζονται ως «κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων». Ως τέτοια δεν λογίζονται τα συγκεντρωτικά στοιχεία στατιστικής φύσης. Ειδική μνεία γίνεται στα «ευαίσθητα δεδομένα», τα οποία αφορούν στοιχεία όπως η φυλή του υποκειμένου, οι πολιτικές, θρησκευτικές ή φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, η ερωτική του ζωή, η υγεία του κ.ο.κ. (αρθρ. 2 περ. α & β). Η επεξεργασία, από την άλλη, των δεδομένων, είναι η εργασία ή σειρά εργασιών που έχει χαρακτήρα κάθε μορφής διαχείρισης των δεδομένων, που γίνεται από τον «Υπεύθυνο Επεξεργασίας», ήτοι αυτόν που καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων. Μπορεί να είναι φυσικό αλλά και νομικό πρόσωπο (αρθρ. 2 περ. δ & ζ).
Εκ προοιμίου ο νόμος ορίζει πως οι διατάξεις του δεν αφορούν επεξεργασία που γίνεται από φυσικό πρόσωπο για προσωπική χρήση, από δικαστικές και εισαγγελικές αρχές για ζητήματα που αφορούν την απονομή δικαιοσύνης ή τη βεβαίωση εγκλημάτων (κακουργημάτων ή πλημμελημάτων), καθώς και από δημόσιες αρχές για ζητήματα ασφάλειας του κράτους, άμυνας και δημόσιας ασφάλειας, καθώς και τη διαχείριση κυκλοφορίας (αρθρ. 3 παρ. 2 περ. α-γ). Για να είναι νόμιμη η επεξεργασία, θα πρέπει τα δεδομένα να συλλέγονται και να επεξεργάζονται με νόμιμο και θεμιτό τρόπο, για σκοπούς επίσης νόμιμους και θεμιτούς. Θα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα απαιτεί ο σκοπός της επεξεργασίας, να είναι ακριβή και να υποβάλλονται σε ενημέρωση, καθώς και να τηρούνται σε κατάλληλη μορφή (αρθρ. 4 παρ. 1). Την ευθύνη για την τήρηση των ανωτέρω έχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας. (αρθρ. 4 παρ. 2).
Για να είναι επιτρεπτή η επεξεργασία, πρέπει να έχει προηγηθεί συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Εξαιρετικά, αυτή δεν χρειάζεται, αν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης μέρος της οποίας είναι το υποκείμενο ή αν την επιβάλλει η ανάγκη διαφύλαξης ζωτικού συμφέροντος ή εκτέλεσης έργου δημοσίου συμφέροντος ή ικανοποίησης εννόμου συμφέροντος του υπεύθυνου επεξεργασίας, που υπερέχει των δικαιωμάτων του υποκειμένου. (αρθρ. 5 παρ. 1 & 2)
Η επεξεργασία δεδομένων προϋποθέτει επίσης την ενημέρωση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), η οποία λαμβάνει χώρα μέσω της γνωστοποίησης. Σημειωτέον ότι η γνωστοποίηση πρέπει να γίνεται σε κάθε περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων, όχι μόνον των ευαίσθητων. Η γνωστοποίηση είναι τυπική διαδικασία (τα απαραίτητα έντυπα δίδονται στον ιστότοπο της Α.Π.Δ.Π.Χ. www.dpa.gr) και με αυτήν πρέπει να δηλώνονται τα εξής στοιχεία του Υπεύθυνου Επεξεργασίας: α) το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, β) η διεύθυνση της εγκατάστασης του αρχείου ή του κυρίου εξοπλισμού επεξεργασίας, γ) ο σκοπός της επεξεργασίας, δ) το είδος των δεδομένων, ε) το χρονικό διάστημα της επεξεργασίας, στ) τους αποδέκτες της ανακοίνωσης των δεδομένων, ζ) οι ενδεχόμενες διαβιβάσεις τους και η) τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος επεξεργασίας και των μέτρων ασφαλείας τους (αρθρ. 6 παρ. 1 & 2).
Αν τα δεδομένα είναι όμως ευαίσθητα, η επεξεργασία τους είναι κατ’ αρχήν παράνομη. Για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η επεξεργασία αυτή, θα πρέπει να δοθεί εξαιρετική άδεια από την Α.Π.Δ.Π.Χ., η οποία απαιτεί την προσκόμιση αίτησης που περιλαμβάνει όλα τα ως άνω στοιχεία, αλλά επιπλέον και (τουλάχιστον) μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις: α) να έχει συγκαταθέσει εγγράφως το υποκείμενο, β) να είναι αναγκαία η επεξεργασία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, γ) τα δεδομένα να έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο, δ) να αφορούν θέματα υγείας και να εκτελείται η επεξεργασία από πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την παροχή υπηρεσιών υγείας (πχ. ιατρούς), ε) να εκτελείται από Δημόσια Αρχή, στ) να γίνεται για ερευνητικούς και επιστημονικούς σκοπούς, ζ) να συνδέονται τα δεδομένα με άσκηση δημοσίου λειτουργήματος. Η άδεια θα χορηγηθεί αν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος καθώς και στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης. Η αίτηση γίνεται από τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας και εκδίδεται για ορισμένο χρόνο (αρθρ. 7), ενώ τα έντυπά της είναι τυποποιημένα και μπορεί κανείς να τα ανεύρει στην ως άνω ηλεκτρονική διεύθυνση.
Εξαίρεση στην εξαίρεση προβλέπει το άρθρο 7Α, το οποίο επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ακόμη και ευαίσθητων, χωρίς γνωστοποίηση και άδεια από την Αρχή, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η επεξεργασία πραγματοποιείται για σκοπό που αφορά σχέση εργασίας, έργου ή παροχής υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα και το υποκείμενο έχει ενημερωθεί, β) όταν αφορά πελάτες ή προμηθευτές, εφόσον τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται σε τρίτους (δεν λογίζονται τρίτοι τα δικαστήρια και οι δημόσιες αρχές), γ) όταν γίνεται από σωματεία, εταιρείες και πολιτικά κόμματα για δεδομένα μελών που έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους και δεν κοινοποιούνται σε τρίτους, δ) όταν αφορά δεδομένα υγείας και γίνεται από ιατρούς ή άλλα πρόσωπα στο χώρο της υγείας, που δεσμεύονται από το απόρρητο, ε) όταν η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους και δικαστικούς επιμελητές και αφορούν την παροχή νομικών υπηρεσιών, εφ’ όσον αυτοί δεσμεύονται από υποχρέωση απορρήτου.
Τέλος, η επεξεργασία είναι απόρρητη, πρέπει να γίνεται από πρόσωπα με επαγγελματική κατάρτιση, υπό τον έλεγχο του Υπεύθυνου Επεξεργασίας, να λαμβάνονται τα κατάλληλα οργανωτικά ή τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων. Ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας οφείλει να ενημερώνει το υποκείμενο για τη συλλογή των δεδομένων, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες αυτής, καθώς και την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. Αυτό αφορά το δικαίωμα του υποκειμένου να γνωρίζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υπόκεινται επεξεργασία και, κατόπιν σχετικού του ερώτημα προς τον Υπεύθυνο Επεξεργασίας, πρέπει να λαμβάνει έγγραφη απάντηση σχετικά με όλα τα δεδομένα που επεξεργάζονται, τους σκοπούς και τους αποδέκτες τους, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τον τρόπο της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, τη διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων και την κοινοποίηση αυτών σε τρίτους (αρθρ. 10-12).
Για τις παραβιάσεις του ανωτέρω νόμου και την παραβίαση του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων ο θιγόμενος μπορεί να ζητήσει και αποζημίωση και άλλη αποκατάσταση.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ:210 8811903, 210 8251894, 6932 455478.
Με την προσοχή του νομικού κόσμου στραμμένη στις αλλαγές που πρόκειται να επιφέρει ο προσφάτως ψηφισθείς νόμος για την πνευματική ιδιοκτησία στο καθεστώς της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, σκόπιμο είναι να γίνει αναφορά στη διάταξη του άρθρου 52 του νόμου, η οποία εισάγει πρόβλεψη για άρση του απορρήτου όσον αφορά τις προσβολές δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε βαθμό κακουργήματος και η οποία τροποποιεί τη σχετική διάταξη του νόμου 2225/1994. Η σημασία προβλέπεται ότι θα αναδειχθεί στο χώρο των προσβολών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω διαδικτύου.
Με το προϊσχύον καθεστώς, όπως η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου ρητώς επισημαίνει, το άρθρο 4 του ν. 2225/1994 δημιουργούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες όσον αφορά την ταυτοποίηση των δραστών οι οποίοι προσέβαλαν την πνευματική ιδιοκτησία, καθώς δεν υπήρχε πρόβλεψη μέχρι τώρα για άρση του απορρήτου όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα που προέβλεπε ο νόμος 2121/1993, αφήνοντας ουσιαστικά ένα σοβαρό κενό στην προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (και των συγγενικών δικαιωμάτων), ιδιαιτέρως σε μία εποχή όπου το διαδίκτυο προσφέρει το κατάλληλο υπόβαθρο για να λάβουν χώρα τέτοιου είδους αδικήματα.
Η κακουργηματική προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπεται στο άρθρο 66 του Ν. 2121.1993 και αφορά την περίπτωση όπου ο υπαίτιος τελεί την προσβολή κατ’ επάγγελμα ή σε εμπορική κλίμακα ή, εάν κατά τις περιστάσεις αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας ή των συγγενικών δικαιωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για περιπτώσεις όπου ο δράστης ουσιαστικά κερδοσκοπεί από την προσβολή αυτή, ή εν γένει η δράση του οδηγεί σε μεγάλης κλίμακας ζημία των δημιουργών και κυρίων πνευματικών δικαιωμάτων (και των συγγενικών δικαιωμάτων), όπου ο νόμος, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη προστασία των τελευταίων, απειλεί με ποινή κακουργήματος αυτού του είδους τις δράσεις.
Με την τροποποίηση αυτή του ισχύοντος καθεστώτος επιδιώκεται ουσιαστικά να αναβαθμιστούν οι τρόποι προστασίας των συμφερόντων των δημιουργών, δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στην εποχή της τεχνολογίας και ιδίως του διαδικτύου, όπου τα μέσα με τα οποία μπορεί να καταστεί δυνατή η προσβολή αυτών «προσφέρονται», και μάλιστα για προσβολές που δύνανται να βλάψουν ενίοτε και ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα και δικαιώματα των δημιουργών, ηθικά και περιουσιακά.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ:210 8811903, 210 8251894, 6932 455478.