Ποιοι, πότε και πώς γίνονται κληρονόμοι.
Στο άκουσμα της θλιβερής είδησης του θανάτου ενός συγγενικού προσώπου μας, συχνά γεννάται το ερώτημα ποιοι από τους κοντινούς συγγενείς (τέκνα, γονείς, αδέλφια, ανίψια, παππούδες, θείοι, πρώτα ξαδέρφια, προπαππούδες) καθίστανται κληρονόμοι στην περίπτωση που δεν υπάρχει διαθήκη («εξ αδιαθέτου διαδοχή»), προκειμένου να προβούν αυτοί στις δέουσες ενέργειες (εμπρόθεσμη αποποίηση, αποδοχή κλπ.). Στους συγγενείς δεν συμπεριλαμβάνεται ο σύζυγος που επιζεί, ωστόσο, ο νόμος επιφυλάσσει γι’ αυτόν ιδιαίτερο κληρονομικό δικαίωμα (κληρονομεί κατά το ¼ με τα τέκνα του θανόντος και κατά το ½ με τους λοιπούς συγγενείς, εάν υπάρχουν – ΑΚ 1820, 1821).
Ως προς τους συγγενείς, λοιπόν, σκόπιμο είναι να διευκρινιστεί, ποιοι καλούνται στην κληρονομική διαδοχή και με ποια σειρά («διαδοχή τάξεων»), αλλά και τι συμβαίνει μετά την αποποίηση των συγγενών μιας τάξης, ειδικότερα:
Στην πρώτη τάξη, όπως λέγεται, καλούνται τα τέκνα του αποβιώσαντος (ΑΚ 1813). Εάν αυτά δεν υπάρχουν, καλείται η δεύτερη τάξη, δηλαδή οι γονείς του κληρονομούμενου και τα αδέρφια του, καθώς και τα τέκνα και τα εγγόνια των αδερφών που είχαν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο (ανίψια, μικρανίψια) (ΑΚ 1814, 1815). Οι μεν γονείς και τα αδέρφια κληρονομούν κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά ίδια ποσοστά, τα δε τέκνα και εγγόνια των προαποβιωσάντων αδελφών κατά ρίζες, δηλαδή, στη θέση εκείνου που δεν ζει, και μάλιστα τα ανίψια αποκλείουν τα μικρανίψια της ίδιας ρίζας. Εφόσον δεν υπάρχουν συγγενείς της δεύτερης τάξης, καλούνται στην τρίτη τάξη, οι παππούδες και οι γιαγιάδες του κληρονομούμενου, καθώς και τα τέκνα και εγγόνια αυτών (δηλαδή, θείοι και πρώτα ξαδέλφια του κληρονομούμενου), με την σημείωση, πως οι θείοι και τα ξαδέλφια κληρονομούν κατά ρίζες, δηλαδή στη θέση των παππούδων και γιαγιάδων που δεν ζουν (ΑΚ 1816). Υπάρχει και τέταρτη τάξη στην οποία καλούνται οι προπαππούδες και προγιαγιάδες, οι οποίοι κληρονομούν κατ’ ισομοιρία, όταν δεν υπάρχει κληρονόμος από καμία από τις άλλες τάξεις (ΑΚ 1817).
Κατ’ άρθρο 1856 ΑΚ, «αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία, η επαγωγή προς εκείνον που αποποιήθηκε θεωρείται ότι δεν έγινε. Η κληρονομιά επάγεται σε εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά τον θάνατο του κληρονομούμενου. Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά τον θάνατο του κληρονομούμενου». Συνεπώς, αυτός που καλείται ως κληρονόμος μετά την αποποίηση, δεν είναι απαραίτητο να εξακολουθεί να ζει κατά τον χρόνο της αποποίησης, αρκεί να ζούσε ή να ήταν συνειλημμένος κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου. Αν αυτός που καλείται ως κληρονόμος μετά την αποποίηση έχει πεθάνει στο μεσοδιάστημα μεταξύ του θανάτου του κληρονομούμενου και της αποποίησης τους αρχικώς καλούμενου, η κληρονομιά περιέρχεται στους κληρονόμους του, οι οποίοι αποκτούν το δικαίωμα αποποίησης της κληρονομιάς κατ’ άρθρο ΑΚ 1854.
Η σειρά κλήσης στην κληρονομιά, μετά την αποποίηση του αρχικού κληρονόμου, είναι ανεξάρτητη από την βούληση του αποποιηθέντος και για να επιλυθεί το ανωτέρω ζήτημα για το ποιος καλείται στην κληρονομική διαδοχή ανατρέχουμε στις ανωτέρω διατάξεις (για την εξ αδιαθέτου διαδοχή), ενώ μεγάλης σπουδαιότητας ζήτημα είναι και το τι γίνεται με τη μερίδα εκείνου που αποποιείται.
Σύμφωνα με την άποψη που επικρατεί σχεδόν ολοκληρωτικά, όταν ένας μεριδιούχος εκπίπτει από το κληρονομικό του δικαίωμα (λόγω αποκλήρωσης, αποποίησης ή παραίτησης από τη νόμιμη μοίρα, κήρυξης αναξιότητας) δεν χωρεί προσαύξηση στην νόμιμη μοίρα των υπόλοιπων μεριδιούχων, αλλά το μερίδιο του εκπεσόντος μεριδιούχου επανέρχεται στο τμήμα της κληρονομιάς που διέπεται από την ελευθερία διάθεσης, εφαρμοζομένων των διατάξεων για την εξ αδιαθέτου διαδοχή (ΑΚ 1826).
Σχηματικά, επί παραδείγματι, αν πεθάνει η Α, άτεκνη και άγαμη, με συγγενείς εν ζωή τη μητέρα της, Β, τον αδερφό της, Γ, τον αδερφό της μητέρας της (θείο), Δ, και έναν πρώτο ξάδελφο, Ε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ως κληρονόμοι καλούνται η μητέρα Β και ο αδερφός της θανούσας Γ, -που ανήκουν στην ίδια τάξη-, κατά το ίδιο ποσοστό (1/2 έκαστος), ενώ στην περίπτωση που αποποιηθεί η μητέρα Β, μοναδικός κληρονόμος καθίσταται ο αδερφός της θανούσας Γ, καθώς κατά την αποποίηση, η μητέρα θεωρείται σαν να μην ζούσε κατά το χρόνο θανάτου της κόρης, αποκλειομένων των λοιπών συγγενών (Δ και Ε).
Το δικηγορικό μας γραφείο έχει τεράστια εμπειρία σε ζητήματα κληρονομικού δικαίου και είναι σε θέση να καλύψει ζητήματα αποποίησης και αποδοχής, με μεγάλη ταχύτητα, στη βάση των εξαιρετικά σύντομων προθεσμιών που τάσσει ο νόμος.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903 και 6932455478.