RSS

Tag Archives: ανήλικος

ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ

ΠΟΙΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ;

            Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο έχει αγγίξει πολλές οικογένειες, όπου ο εμβολιασμός των ανηλίκων τέκνων, ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες, έχει αποτελέσει αγκάθι, όταν οι δύο γονείς, όχι απαραίτητα διαζευγμένοι, διαφωνούν μεταξύ τους ως προς τον εμβολιασμό του τέκνου τους. Σημειώνεται δε ότι σε πολλές περιπτώσεις το ζήτημα του (μη) εμβολιασμού του τέκνου αποδεικνύεται «μήλον της έριδος», οδηγώντας ζεύγη σε διαζύγιο, φαινόμενο που έχει πράγματι παρατηρηθεί τους τελευταίους μήνες.

            Ποιος, όμως, στην πραγματικότητα, αποφασίζει για τον εμβολιασμό του ανηλίκου τέκνου, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, διαζευγμένων ή και μη.

            Κατ’ αρχήν, η νομοθεσία στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 1516 του Αστικού Κώδικα: «Ο καθένας από τους γονείς επιχειρεί και μόνος του πράξεις αναφερόμενες στην άσκηση της γονικής μέριμνας: 1. Όταν πρόκειται για συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή για την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή για πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα. (…)»

            Από την άλλη, ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας αναφέρει στο άρθρο 12 παρ. 2 (βα): «Στην περίπτωση του ανήλικου ασθενή, η συναίνεση δίδεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή επιμέλειά του. (…) Στην περίπτωση της παραγράφου 3 [ειδικές και σοβαρές επεμβάσεις] του άρθρου 11 απαιτείται πάντοτε η συναίνεση των προσώπων που ασκούν τη γονική μέριμνα του ανηλίκου.»

            Πάνω σε αυτό το όχι και ιδιαίτερα σαφές νομοθετικό πλαίσιο, η νομολογία, δηλαδή οι αποφάσεις των δικαστηρίων, έχει καταλήξει στον εξής, αρκετά πρακτικό, κανόνα: οι συνήθεις πράξεις ιατρικού χαρακτήρα σε ανήλικο αποφασίζονται από τον έχοντα επιμέλεια γονέα, ενώ οι ειδικές και σοβαρές πράξεις ιατρικού χαρακτήρα αποφασίζονται από τον έχοντα τη γονική μέριμνα γονέα.

            Το ζήτημα που τίθεται τώρα, είναι εάν ο εμβολιασμός ενός ανηλίκου κατά του Covid-19 θεωρείται συνήθης ιατρική πράξη (όπως κάθε άλλος εμβολιασμός) ή επείγουσα ιατρική πράξη. Δυστυχώς, όπως αναφέρθηκε, ο νόμος δεν είναι ιδιαίτερα σαφής και προφανώς δεν ορίζει ή διακρίνει περιπτωσιολογίες, ενώ είναι ακόμη πολύ νωρίς για τα Δικαστήρια να έχουν σχηματίσει σαφή νομολογία.

            Σε γενικές γραμμές, όμως, μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις:

            1. Συζευγμένοι Γονείς: Στην περίπτωση αυτή, καθώς αμφότεροι οι γονείς ασκούν και την επιμέλεια και την γονική μέριμνα, η απόφαση για κάθε ιατρική πράξη, συνήθη ή επείγουσα, ανήκει και στους δύο από κοινού. Επομένως, απαιτείται συναπόφαση των δύο γονέων και σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, αρμόδιο να αποφασίσει θα είναι το δικαστήριο. Σημειωτέον, ότι κατ’ αρχήν η ιατρική δεοντολογία επιβάλλει τη συναίνεση των δύο γονέων και δεν αρκείται στην πρωτοβουλία του ενός μόνον.

            2. Διαζευγμένοι Γονείς: Στην περίπτωση αυτή, εάν η επιμέλεια έχει ανατεθεί μόνον στον έναν εκ των δύο γονέων, είναι υποστηρίξιμο ότι, εφ’ όσον ο εμβολιασμός κατά του Covid-19 θεωρηθεί συνήθης ιατρική πράξη (όπως κάθε άλλος εμβολιασμός), την απόφαση μπορεί να λάβει μόνος ο γονέας που διατηρεί την αποκλειστική επιμέλεια. Τούτο, όπως είδαμε ήδη, όμως, ακόμη ερίζεται νομολογιακά, επομένως η ασφαλής οδός παραμένει η δικαστική.

Φυσικά, στο ενδεχόμενο της συνεπιμέλειας, η απόφαση και πάλι ανήκει σε αμφότερους τους γονείς, ομοίως με την πρώτη περίπτωση, οπότε σε περίπτωση διαφωνίας χρειάζεται απόφαση δικαστηρίου.

            Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το εκάστοτε Δικαστήριο κρίνει πάντοτε με βάση το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου κι όχι βάσει της επιθυμίας του εκάστοτε γονέα βάσει, π.χ. προσωπικών ιδεολογιών και πεποιθήσεων. Τουτέστιν, οι γονείς που απευθύνονται στα Δικαστήρια θα πρέπει να υποστηρίξουν ότι ο (μη) εμβολιασμός του τέκνου τους είναι η βέλτιστη για το συμφέρον του ίδιου του τέκνου επιλογή, καθώς μία γενική κι αόριστη άρνηση με επίκληση απλώς της ιδιότητας του γονέα ως ασκών τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκής. Πάντως, από τα πολύ λίγα δείγματα που έχει προσφέρει μέχρι σήμερα η νομική θεωρία και πρακτική σχετικά με το ζήτημα αυτό, φαίνεται πως το έργο του «αρνητή» γονέα που θα επιδιώξει μία δικαστική κρίση για να επιτύχει την απαγόρευση του εμβολιασμού του τέκνου του θα είναι συγκριτικά δυσκολότερο από αυτό του υπέρμαχου του εμβολιασμού γονέα.

            Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επίσης παρατηρούμενη συχνά πρακτική του εμβολιασμού ενός ανηλίκου κρυφίως από τον μη συναινούντα πλην ασκούντος την επιμέλεια ή την γονική μέριμνα γονέα και των συνεπειών αυτής. Κατά πρώτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μία τέτοια ενέργεια δεν είναι θεμιτή νομικά ή και δεοντολογικά, καθώς πρόκειται για παραβίαση του δικαιώματος του έτερου γονέα να συναποφασίζει στις ιατρικές πράξεις που αφορούν το ανήλικο τέκνο του. Εν γένει, ο αποκλεισμός αυτός, για οποιοδήποτε ζήτημα που άπτεται της επιμέλειας και της γονικής μέριμνας του τέκνου εγείρει σαφώς νομικές αξιώσεις υπέρ του έτερου γονέα, ο οποίος μάλιστα δικαιούται να ζητήσει την αφαίρεση της επιμέλειας ή και της γονικής μέριμνας από τον κατά μόνας αποφασίζοντα γονέα, εάν κρίνεται ότι η απόφαση αυτή του ενός γονέα δεν είχε ως γνώμονα το συμφέρον του τέκνου ή έβλαψε αυτό. Το οποίο φυσικά θα πρέπει και να αποδείξει δικαστικά.

            Ισχύει όμως και το αντίστροφο, όπου μία ενδεχόμενη επίμονη άρνηση του ενός γονέα για εμβολιασμό του τέκνου μπορεί να γεννήσει αντίστοιχες αξιώσεις και να θέσει ζήτημα κακής άσκησης επιμέλειας ή και γονικής μέριμνας, ώστε να μπορεί να αξιωθεί η αφαίρεσή τους από τον αρνούμενο γονέα.

            Πάντως, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αφαίρεση της επιμέλειας ή της γονικής μέριμνας λόγω κακής άσκησής τους αποτελεί ακραία περίπτωση κι εξάντληση αυστηρότητας εκ μέρους της Δικαιοσύνης, ώστε το ενδεχόμενο τόσο αυστηρών κρίσεων να μην πιθανολογείται με βεβαιότητα.

            Τέλος, έχουν ήδη προκύψει – μεμονωμένες βέβαια – περιπτώσεις όπου ανήλικα άτομα, μετεφηβικής συνήθως ηλικίας, επιθυμούν να εμβολιαστούν, παρά την αντίθετη επιθυμία των γονέων τους. Σε συγκεκριμένη περίπτωση, 14χρονος ανήλικος απευθύνθηκε, με τη βοήθεια του διευθυντή του σχολείου του, στην οικεία αρμόδια Εισαγγελία, η οποία εξέδωσε εισαγγελική παραγγελία που θα επέτρεπε τον κατά μόνας εμβολιασμό του ανηλίκου παρά την άρνηση των γονέων του. Εδώ θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η εισαγγελική αυτή παραγγελία ουδέποτε εκτελέστηκε, καθώς οι γονείς πείσθηκαν να συναινέσουν στον εμβολιασμό του τέκνου τους. Πάντως, ήδη γίνονται διαβήματα από τη νομική θεωρία για να προστατεύονται και να εμβολιάζονται ανήλικα άτομα από την απροθυμία των γονέων τους να τα εμβολιάσουν.

            Φυσικά, το αντίστροφο δεν ισχύει. Τουτέστιν, ένα ανήλικο άτομο, έστω και μετεφηβικής ηλικίας, εάν δεν επιθυμεί να εμβολιαστεί, ενώ οι γονείς του το επιθυμούν, είναι σαφές ότι η απόφαση ανήκει στους γονείς του.

Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο – διαμεσολαβητή  στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.

 

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Νόμιμη ή παράνομη η πορνογραφία;

ΜΟΡΦΕΣ ΑΘΕΜΙΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΠΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

            Σε προηγούμενο άρθρο του Γραφείου μας, αναφορικά με το «Revenge Porn», ήτοι την εκδικητική πορνογραφία, που ως φαινόμενο βρέθηκε και πάλι στο προσκήνιο της καθημερινότητας την τελευταία εβδομάδα, έγινε μνεία στις διάφορες αθέμιτες περιπτώσεις διακίνησης πορνογραφικού υλικού, που δεν εμπίπτουν όμως στην κατηγορία της εκδικητικής πορνογραφίας.

            Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι η πορνογραφία, αυτή καθαυτή, σε μία ευνομούμενη και φιλελεύθερη δυτική κοινωνία όπως αυτή της Χώρας μας είναι κατ’ αρχήν νόμιμη. Πολύ περισσότερο, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, με την έννοια της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της τέχνης. Ανεξαρτήτως της όποιας ηθικής απαξίας μπορεί να αποδίδεται στον πορνογραφικό λόγο από συντηρητικότερες πεποιθήσεις, η σύγχρονη νομική πραγματικότητα οφείλει να προστατεύει την πορνογραφία, είτε πρόκειται για επαγγελματική είτε για ερασιτεχνική απασχόληση, καθώς και το δικαίωμα των εμπλεκομένων μερών να κερδοσκοπούν από αυτήν.

            Βασική προϋπόθεση προς τούτο είναι όμως το πορνογραφικό υλικό να έχει τη συναίνεση όλων των εμπλεκομένων μερών και φυσικά να μην θίγει την δημόσια τάξη. Έτσι, κατωτέρω θα δούμε δύο ακόμη κατηγορίες, πέρα από την εκδικητική πορνογραφία, αθέμιτης διακίνησης πορνογραφικού υλικού.

  1. Σεξουαλικός Εκβιασμός (Sextortion)

Η πιο «συγγενική» μορφή της εκδικητικής πορνογραφίας είναι ο σεξουαλικός εκβιασμός (γνωστός κι ως «Sextortion»).

Μέσω συνήθως ψεύτικων προφίλ (fake accounts) σε λογαριασμούς μέσων κοινωνικής δικτύωσης, χρήστες προσεγγίζονται από φαινομενικά αρκετά ελκυστικά πρόσωπα του αυτού ή του αντιθέτου φύλου, κι αφού εκμαιεύσουν την εμπιστοσύνη των χρηστών, αξιώνουν υλικό ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, φωτογραφιών ή βίντεο, το οποίο έχει σεξουαλικό περιεχόμενο. Μόλις όμως αποκτηθεί το υλικό αυτό στην κατοχή του χρήστη του ψεύτικου προφίλ, η κατάσταση αλλάζει άρδην και ο άδολος χρήστης που το έστειλε βρίσκεται στην συγκλονιστικά δυσάρεστη θέση να εκβιάζεται είτε για οικονομικά ανταλλάγματα είτε για σεξουαλικά ανταλλάγματα, όπως παραγωγή πρωτότυπου πορνογραφικού υλικού, υπό την απειλή της ανάρτησης του αρχικού υλικού στο διαδίκτυο. Φυσικά, ο σεξουαλικός εκβιασμός δεν απαιτεί απαραίτητα τη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αφού και παλαιότερα απαντώνταν ως φαινόμενο, πλην όμως σήμερα, λόγω ακριβώς της αυξημένης χρήσης μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχει ενταθεί σημαντικά.

Προφανώς, η πρόληψη αποτελεί το κύριο μέσο προστασίας των χρηστών, που κατά κανόνα είναι νεαρής ηλικίας, αν και, όπως τονίστηκε και στο προηγούμενο άρθρο, η επανειλημμένη επισήμανση της πρόληψης τείνει, εσφαλμένα, να δημιουργεί την εντύπωση της αναστροφής της απόδοσης ευθύνης στο θύμα αντί του θύτη. Το ευτυχές είναι ότι σε συντριπτική πλειονότητα, οι απειλές τύπου sextortion αποδεικνύονται άνευ αντικρίσματος. Παρά ταύτα, δυστυχώς, από την απόκτηση του υλικού από τον κακόβουλο χρήστη, δεν υπάρχει ουδεμία εγγύηση ότι το υλικό δεν θα αναρτηθεί, ούτε κι ότι φυσικά, ακόμη κι αν κατέβει από τον αρχικό χρήστη, δεν θα παραμείνει, σε κάποια μορφή, στο αχανές διαδίκτυο. Παρά ταύτα, σε γενικές γραμμές, συστήνεται η διακοπή της επικοινωνίας με τον κακόβουλο χρήστη, η διατήρηση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου όγκου αποδεικτικών στοιχείων (συνομιλίες και υλικό που ανταλλάχθηκε), η άμεση απεύθυνση στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και η υποβολή μήνυσης κατά παντός υπευθύνου, αλλά και η αναφορά και το μπλοκάρισμα του χρήστη στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, για την προστασία, στο μέτρο του εφικτού, τρίτων ανυποψίαστων χρηστών. Η εξεύρεση των κακόβουλων χρηστών δεν είναι πάντοτε εύκολη, αλλά είναι πάντοτε πιθανή, εφ’ όσον υπάρχει επαρκές αποδεικτικό υλικό και τα αντανακλαστικά είναι άμεσα.

Στο ενδεχόμενο δε της εξεύρεσης του δράστη, εκτός από την ποινική δίωξη που θα του ασκηθεί, κατ’ άρθρ. 385 ή 386 του Π.Κ., κατά περίπτωση, το θύμα διατηρεί όλα τα δικαιώματά του για να αξιώσει την αποζημίωσή του για την ηθική του βλάβη.

  • Παιδική Πορνογραφία

Η κατοχή και διακίνηση πορνογραφίας ανηλίκων αποτελεί αναμφισβήτητα την ειδεχθέστερη μορφή διακίνησης –και λήψης-  πορνογραφικού υλικού. Το θλιβερότερο δε είναι το γεγονός ότι κι αυτό το φαινόμενο ακολουθεί το μοτίβο των δύο προηγούμενων σχημάτων, όπου η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη έχει επιβοηθήσει, ακούσια, με αποτέλεσμα να ενταθεί η σχετική δραστηριότητα παγκοσμίως.

Η διακίνηση έχει παρατηρηθεί ότι λαμβάνει χώρα είτε με κατ’ αρχήν αθώα ηλεκτρονικά μέσα (email) ή μέσω ειδικών πλατφορμών περιορισμένης πρόσβασης ή και μέσω ηλεκτρονικών σελίδων που λειτουργούν στο λεγόμενο «dark web». Κι ενώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν σχετικά εύκολο να εντοπιστεί το ψηφιακό αποτύπωμα των χρηστών, παρά την όποια ανωνυμία προσφέρει θεωρητικά το διαδίκτυο, μέσω της διεύθυνσης ΙΡ, έχουν αναπτυχθεί τον τελευταίο καιρό μορφές τεχνικής απόκρυψης που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο το έργο των αρχών. Φυσικά, η ανάπτυξη της τεχνολογίας επιδρά αμφιμερώς, καθώς με κάθε νέα μορφή απόκρυψης των πρακτικών αυτών, εμφανίζονται και νέες μορφές αποκρυπτογράφησης αλλά κι εξιχνίασης.

Σε κάθε περίπτωση, ο Έλληνας Νομοθέτης έχει επιδείξει τουλάχιστον συγκριτικά εξαιρετικά αντανακλαστικά ως προς την ιδιαίτερα επαχθή αυτή πρακτική και ποινικοποιεί την πρακτική αυτή με τα άρθρα 337 («Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας»), 339 («Αποπλάνηση παιδιών»), 342 («Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια»), 348Α («Πορνογραφία ανηλίκων» και 351Α («Ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής») του Ποινικού Κώδικα. Σημειώνεται ότι γεννώνται και οι σχετικές αστικές αξιώσεις από το ανήλικο θύμα και τους οικείους του.

Για περισσότερες πληροφορίες και προσωπικό ραντεβού με εξειδικευμένο δικηγόρο επικοινωνήστε στα τηλ. 210 8811903, 6932455478.

 

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Προστασία ανηλίκων καταναλωτών

Τέθηκε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο με το οποίο επιδιώκεται η τροποποίηση κι αναμόρφωση του Ν. 2251/1994, ο οποίος αποτελεί το βασικό νομοθέτημα όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών στην Ελλάδα. Στόχος του νομοσχεδίου είναι να επικαιροποιήσει το νόμο αυτό, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες εξελίξεις κι ανάγκες, αναγνωρίζοντας τη σημασία του για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού.

Η υιοθέτηση ενός ενιαίου ορισμού για τον καταναλωτή, αλλά και τον προμηθευτή και τον πωλητή, με εφαρμογή σε ολόκληρο το φάσμα του νόμου, είναι μία από τις σημαντικότερες προτάσεις για την τροποποίηση του νόμου. Μέχρι σήμερα, η έννοια του καταναλωτή και του προμηθευτή δεν ήταν ενιαία σε ολόκληρο το φάσμα του νόμου, καθώς για κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο εθνικός ορισμός του καταναλωτή, ενώ για άλλες, ο ευρωπαϊκός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης στα μέρη και συγκρούσεων μεταξύ τους.

Επίσης σημαντική προτεινόμενη τροποποίηση είναι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 2, το οποίο αφορά τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, σε κάθε σύμβαση, όπου περιέχονται όροι που δεν είναι δεκτικοί διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα προστασίας και σε μικρές επιχειρήσεις, όταν υπογράφουν αντίστοιχες συμβάσεις.

Ακόμη μία πρόταση για την τροποποίηση του νόμου περί Προστασίας των Καταναλωτών είναι η διασάφηση της διάκρισης μεταξύ εμπορικής εγγύησης και νόμιμης εγγύησης από τους προμηθευτές, ώστε οι καταναλωτές να μην αγνοούν δικαιώματά τους που ανακύπτουν από την πώληση και να γνωρίζουν με βεβαιότητα αν προσφέρεται παροχή εμπορικής εγγύησης ή όχι για συγκεκριμένα προϊόντα, βάσει της φύσης τους και των συναλλακτικών ηθών, όπως για παράδειγμα τα τεχνολογικά προϊόντα. Παράλληλα, το νομοσχέδιο προβλέπει τη ρύθμιση της τεχνικής υποστήριξης μετά την πώληση του προϊόντος, υπηρεσία που φυσικά δεν απαιτείται να παρέχεται δωρεάν – εκτός αν είναι μέρος της εμπορικής εγγύησης, όσον αφορά ιδίως τη συντήρηση, επισκευή κι ανεύρεση ανταλλακτικών προϊόντων, και μάλιστα για το χρονικό διάστημα των δύο ετών.

Σημαντική, τέλος, είναι η πρόταση για αύξηση του επιπέδου προστασίας των ανήλικων καταναλωτών, με την εισαγωγή εστιασμένων ρυθμίσεων, που θα αποτρέπουν τη διάθεση προϊόντων που ενέχουν κινδύνους για την πνευματική και ψυχική τους ανάπτυξη, όπως προϊόντα που οδηγούν σε εθισμό, επιβλαβείς δραστηριότητες και σε καλλιέργεια νοοτροπίας διακρίσεων ή γενικώς συμπεριφορών που δεν συνάδουν με την εικόνα παιδικότητας και δεν συμβιβάζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ηλικίας τους.

Οι τροποποιήσεις που προτείνονται έχουν ως ξεκάθαρη –κοινή – κατεύθυνση τη διασάφηση του νομοθετήματος ώστε να αποφεύγονται παρανοήσεις ή συγχύσεις που θέτουν τα οικονομικά συμφέροντα των μερών και δη των καταναλωτών σε δυσμενέστερη θέση και τα δικαιώματά τους δυσκολότερο να διεκδικηθούν, με παράλληλη μνεία για αύξηση της προστασίας των αδυνάμων μερών, ιδίως των ανηλίκων.

Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 210 8251894, 6932455478.

 

 

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , ,

Διατροφή ανηλίκου από γονείς ή παππούδες

          Υπόχρεοι διατροφής ανηλίκου

Η υποχρέωση διατροφής βαρύνει το πρώτον τους γονείς του τέκνου, όπως ορίζουν τα άρθρα 1485 κι επόμενα του Αστικού Κώδικα. Μάλιστα, η υποχρέωση που απορρέει δεν βαρύνει τους γονείς κατά ίσα μέρη, αλλά από κοινού, ήτοι τον καθένα ανάλογα με το μέτρο των δυνατοτήτων του. Αυτό μπορεί να σημαίνει, όμως, ότι η πλήρης οικονομική αδυναμία του ενός μπορεί να οδηγήσει τον έτερο γονέα σε οφειλή του συνόλου της διατροφής του τέκνου, εφόσον έχει την οικονομική αυτή δυνατότητα.

Είναι συχνό, όμως, φαινόμενο, η οικονομική δυνατότητα και των δύο γονέων να μην επαρκεί για να καλύψει τη διατροφή του τέκνου τους, λόγω έλλειψης επαρκών εισοδημάτων είτε από τον έναν είτε και από τους δύο, με αποτέλεσμα η συντήρηση του ανηλίκου να διακινδυνεύεται σημαντικά. Αυτό το ενδεχόμενο έρχονται να καλύψουν οι διατάξεις των άρθρων 1489 ΑΚ κι επόμενα, οι οποίες θέτουν τις προϋποθέσεις για την κάλυψη της διατροφής από τους παππούδες του τέκνου, όταν υφίσταται αδυναμία από τους γονείς.

Αρχικά, ορίζεται ότι σε ενδεχόμενο απουσίας γονέων, οι παππούδες «διαδέχονται» στην υποχρέωση διατροφής και οφείλουν να την καλύπτουν οι ίδιοι. Στο πολύ συχνότερο, όμως, ενδεχόμενο της οικονομικής αδυναμίας των γονέων, είτε αυτή είναι μερική είτε και πλήρης ακόμη, δίδεται η δυνατότητα να στραφούν αυτοί κατά των παππούδων ώστε να εναποτεθεί σε εκείνους η υποχρέωση της συμπληρωματικής ή και πλήρους διατροφής. Σημειωτέον ότι η ευθύνη δεν είναι παράλληλη, αλλά, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, λόγος γίνεται για διαδοχή: αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο προσδιορίζει τον αρχικώς υπόχρεο και κρίνει έπειτα αν αυτός (ή αυτοί) έχει τη δυνατότητα να καλύψει τη διατροφή του τέκνου και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το δικαστήριο μεταθέτει την ευθύνη αυτή στους παππούδες, ήτοι τους πλησιέστερους ανιόντες.

Μάλιστα, το μέτρο της διατροφής κρίνεται κάθε φορά με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες και κλίσεις του τέκνου και από τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής του, δηλαδή πρόκειται για ανάλογη διατροφή, η οποία κάθε φορά θα πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες που επιβάλλει η ηλικία του τέκνου και οι αντίστοιχες ανάγκες που προκύπτουν.

Τέλος, όταν το δικαστήριο μετακυλήσει την υποχρέωση της διατροφής στους παππούδες του τέκνου, το μέτρο της διατροφής   θα κριθεί αναλόγως και των ιδιαίτερων αναγκών του τέκνου αλλά και της οικονομικής δυνατότητας των υπόχρεων. Δηλαδή ένα παιδί με εύπορους ανιόντες θα ζει πολύ καλύτερα από ένα παιδί φτωχικής καταγωγής! Βέβαια οι απαιτήσεις του τέκνου δεν θα πρέπει να είναι προϊόν παραλογισμού.

Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 210 8251894, 6932455478.

 

 

Ετικέτες: , , , , , , , , , , , ,