Η εξύβριση, η δυσφήμιση και η συκοφαντική δυσφήμιση είναι νομικές έννοιες που πολλές φορές συγχέονται.
Σύμφωνα με το άρθρο 362 ΠΚ, του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) το έγκλημα της δυσφήμισης έχει ως εξής: «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.»
Όσον αφορά στην συκοφαντική δυσφήμιση, το άρθρο 363 ΠΚ προβλέπει ότι «Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου (362 ΠΚ), το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή.»
Τέλος, η εξύβριση αποτελεί επικουρικό έγκλημα, καθώς το άρθρο 361 ΠΚ αναφέρει: «Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.»
Κατά το δε άρθρο 367 ΠΚ «1. Δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και δ) σε ανάλογες περιπτώσεις. 2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 και β) αν από τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε ή δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης.»
Πέρα από την ποινική αντιμετώπιση των παραπάνω εγκλημάτων (τιμωρία με ποινή φυλάκισης), υφίστανται και αστικού δικαίου αξιώσεις, και πιο συγκεκριμένα, αξίωση αποζημίωσης. Ο παθών, δηλαδή, έχει τη δυνατότητα να στραφεί κατά του θύτη καταθέτοντας αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και μάλιστα με πολύ υψηλές προσδοκίες η αγωγή του να γίνει δεκτή εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις.
Κατά την 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί αυτή στο μέλλον, ενώ, παράλληλα, η διάταξη αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (914 ΑΚ επ.)
Περαιτέρω, κατά την 59 ΑΚ και στην περίπτωση του της 57 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση μπορεί να είναι οποιασδήποτε φύσεως κρίνει το δικαστήριο, δηλαδή μπορεί να είναι η πληρωμή κάποιου χρηματικού ποσού, ένα δημοσίευμα με το οποίο ο υπαίτιος θα ζητάει δημοσίως συγγνώμη ή οτιδήποτε άλλο επιβάλλουν οι περιστάσεις.
Με την πάροδο των ετών και τις αλλαγές στη ζωή μας και την κοινωνία, ερχόμαστε αντιμέτωποι με νέους τρόπους και μορφές στοιχειοθέτησης των ανωτέρω αδικημάτων, τα οποία είναι, συνήθως, αλληλένδετα. Η νομολογία καλείται να ερμηνεύσει και να στοιχειοθετήσει ανάλογα με τα σημεία των καιρών τα εν λόγω αδικήματα, τα οποία έχουν, εκ των πραγμάτων, έντονο κοινωνικό χαρακτήρα.
Η πρόσφατη υπ’ αριθμ. 18/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, παραδείγματος χάριν, η οποία αφορούσε υπόθεση προσβολής προσωπικότητας εργοδότη μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας εργαζομένης προς τρίτο πρόσωπο, έδωσε για μια ακόμη φορά τον ορισμό των εννοιών και έκρινε ότι
«… εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός εάν τα παραπάνω σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό.
Συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο – κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει, ενώπιον τρίτου, το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, κατ’ άρθρο 362 του Π.Κ., που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 §1 του Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (Α.Π. 611/2019, Α.Π. 343/2016 και Α.Π. 271/2012 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).»
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 6932455478.