ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ
Η διεθνής απαγωγή ανηλίκων από τους ίδιους τους γονείς είναι ένα πρόβλημα όχι τόσο ασύνηθες όσο κάποιος μπορεί να θεωρεί. Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου οι γονείς δεν μοιράζονται κοινή εθνικότητα ή την ιδιότητα π.χ. του Ευρωπαίου πολίτη, αναδύονται ολοένα και πιο συχνά περιπτώσεις όπου οι κακές σχέσεις των γονέων μεταξύ τους οδηγούν στο εξαιρετικά προβληματικό φαινόμενο ο αλλοδαπός γονέας να επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του με το κοινό τέκνο (ή τα κοινά τέκνα), εν συνήθως αγνοία του έτερου γονέα.
Αυτό γίνεται συνήθως με την αφορμή ενός ταξιδιού στους γονείς του αλλοδαπού γονέα στο πλαίσιο διακοπών, όπου οι διακοπές τεχνηέντως παρατείνονται σε μόνιμη διαμονή, παρά τις εκ του μακρόθεν διαμαρτυρίες του εγκαταλειφθέντος γονέα. Πρόκειται για την πλέον προβληματική, σημειωτέον, περίπτωση, αφού σε αυτήν την περίπτωση συνήθως ο έτερος γονέας δεν έχει περιθώρια αντίδρασης και αφήνει εν αγνοία του μία κατάσταση να αποκρυσταλλωθεί, εν αντιθέσει π.χ. με το ενδεχόμενο που έχει ευθύς εξαρχής γνώση της πρόθεσης του αλλοδαπού γονέα, οπότε η ενημέρωση των αρχών, εθνικών και διασυνοριακών, μπορεί πιθανώς να οδηγήσει στη σύλληψη του γονέα και στην έγκαιρη κι αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος, με την επιστροφή του ανηλίκου. Δυστυχώς, αυτό το σενάριο είναι το πιο ασύνηθες.
Η πρακτική αυτή έχει τη σκοπιμότητα της μετάβασης σε μία Χώρα όπου ο εγκαταλειφθείς γονέας θα είναι αλλοδαπός, ώστε να δυσχερανθεί η πρόσβασή του στη Δικαιοσύνη και η υπεράσπιση των νομίμων δικαιωμάτων του, κάτι που εν πολλοίς έχει εξαλειφθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του ενωσιακού δικαίου. Τί γίνεται όμως όταν πρόκειται για τρίτη χώρα;
Αυτό το κενό επεδίωξε να καλύψει η Σύμβαση της Χάγης της 25ης.10.1980 για τη Διεθνή Απαγωγή Τέκνων, ο σκοπός της οποίας είναι η προστασία των ανηλίκων σε διεθνές επίπεδο από τις επιβλαβές, έως και τραυματικές, συνέπειες της παράνομης μετακίνησης του ανηλίκου από τον έναν γονέα με σκοπό την πλήρη αποξένωση από τον έτερο γονέα. Η Σύμβαση καλύπτει τις περιπτώσεις όπου παραβιάζεται το δικαίωμα επιμέλειας του γονέα που έχει αναγνωριστεί από το κράτος δικαίου στον τόπο συνήθους διαμονής του πριν την μετακίνηση ή την πραγματική άσκηση του δικαιώματος επιμέλειας, έστω και μη αναγνωρισμένου από δικαστική απόφαση, αλλά προϊόντος π.χ. νόμιμης συμφωνίας κατά το δίκαιο του κράτους.
Με βάση τη σύμβαση αυτή, για τις ανάγκες της Σύμβασης, ο αλλοδαπός πολίτης θεωρείται πολίτης του τρίτου κράτους, ώστε να έχει πλήρη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, επικουρείται από το ίδιο το τρίτο κράτος στην υποβολή της προσφυγής του, όπου αρμόδιο τμήμα των Υπουργείων Δικαιοσύνης (κατ’ αρχήν), που ονομάζεται Κεντρική Αρχή, συνεργαζόμενο με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, υποβάλλουν την αίτηση στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, για το σκοπό της αναγνώρισης του παράνομου χαρακτήρα της μετακίνησης (ως απαγωγής) και της διάταξης της επιστροφής του ανηλίκου στον αρχικό τόπο διαμονής – και μάλιστα με τη διαδικασία του επείγοντος, δηλαδή των ασφαλιστικών μέτρων, όπως ισχύουν στο εκάστοτε δίκαιο.
Όσο ιδανικό κι αν ακούγεται αυτό στη θεωρία, όμως, άλλο τόσο προβληματικό αποδεικνύεται στην πράξη. Διότι τα τρίτα κράτη, ομολογουμένως, είθισται να είναι προκατειλημμένα υπέρ του υπηκόου τους και σε βάρος του αλλοδαπού πολίτη, ώστε, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας να κάνουν εξάσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχει η Σύμβαση της Χάγης – ως διεθνής σύμβαση – για να θέσουν προσχώματα στην υπόθεση του αλλοδαπού για τα ίδια γονέα. Επί παραδείγματι, δύνανται να αρνηθούν να εισάγουν την υπόθεση στα δικαστήρια εάν τα ίδια κρίνουν ότι είναι αβάσιμη, συνήθως κατόπιν μαρτυρίας του υπηκόου γονέα τους. Επίσης, δύνανται να αρνηθούν να συνδράμουν τον αλλοδαπό για τα ίδια υπήκοο εάν αυτός προσλάβει εντόπιο δικηγόρο για την παρακολούθηση της υπόθεσής του, ώστε να πρέπει πράγματι να κινηθεί διαδικασία εξ αρχής κατάθεσης του σχετικού δικογράφου κατά την αρμόδια δικονομία. Τέλος, μπορούν να αρνηθούν γενικώς να απαντήσουν στο υποβληθέν στην Κεντρική Αρχή αίτημα ή να κωλυσιεργήσουν σε εξωφρενικό βαθμό, καθώς δεν υπάρχει εκτελεστική αρχή που να παρακολουθεί τη συμμόρφωσή τους με τη Σύμβαση. Παράλληλα, η υποχρέωσή τους για γραπτή αιτιολογία για μη συμμόρφωση επίσης δεν ελέγχεται από κάποιο εκτελεστικό όργανο, έστω κι αν προβλέπεται από τη Σύμβαση.
Φυσικά δεν μπορεί παρά να γίνει λόγος για την εξαιρετικά συχνή μεροληψία των ίδιων των δικαστηρίων της αλλοδαπής, όπου πραγματοποιούνται δίκες – παρωδίες και απορρίπτονται συχνά τα αιτήματα των αλλοδαπών γονέων, με αποτέλεσμα πλειάδα υποθέσεων να καταλήγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου!!! Το οποίο δυστυχώς προϋποθέτει την το πρώτον εισαγωγή της προσφυγής στα εγχώρια δικαστήρια.
Όπου όμως υπάρχει έλλειμμα στο νομικό καθεστώς, υφίστανται πάντα όργανα που συστήνονται είτε θεσμικά είτε μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για να καλύψουν τα κενά. Έτσι, υφίσταται ο θεσμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση σχετικών υποθέσεων – η ονομαστική αναφορά στις οποίες αν μη τι άλλο είναι ίσως η πιο τρανταχτή απόδειξη για την αναποτελεσματικότητα της Σύμβασης της Χάγης – ή και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όπως η Διεθνής Κοινωνική Υπηρεσία, που αναλαμβάνουν την πιο φιλική και εξωδικαστική επίλυση των διαφορών αυτών, και μάλιστα με συγκριτικά μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Όσον αφορά τις διεθνείς υποθέσεις, η ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχουν οι διεθνείς συμβάσεις στα κράτη, με το πρόσχημα του σεβασμού στην κρατική κυριαρχία και του εκάστοτε εθνικού δικαίου, και λόγω της απουσίας ακριβώς εκτελεστικού οργάνου που να ελέγχει αποτελεσματικά τη συμμόρφωσή τους, δημιουργούνται πρακτικά κενά στη νομοθεσία και στην αποτελεσματική υπεράσπιση των νομίμων συμφερόντων και δικαιωμάτων αλλοδαπών πολιτών. Ελλείμματα τέτοιου είδους σταδιακά εξαλείφονται μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά οι σχέσεις με τις τρίτες χώρες δυστυχώς δεν είναι τόσο ομαλές. Μία από τις περιπτώσεις όπου αυτή η θέση ισχύει αξιωματικά, είναι η περίπτωση της διεθνούς απαγωγής ανηλίκων. Παρά ταύτα, λύσεις πάντοτε υπάρχουν, τόσο μέσω θεσμικών οργάνων όσο και διεθνών Μ.Κ.Ο. που ακριβώς λόγω της ύπαρξης του κενού αυτού και της αποτελεσματικότητας του νομοθετικού πλαισίου, εργαλειοποιούνται και εξειδικεύονται στην επίλυση των υποθέσεων αυτών, με πρωτοφανή αποτελεσματικότητα, λόγω του πιο φιλικού και εξωδικαστικού χαρακτήρα τους.
Αξίζει να υποσημειωθεί, ως υστερόγραφο, ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στον κανόνα των απροκάλυπτα μεροληπτούντων υπέρ των υπηκόων της κρατών, αφού υφίσταται σεβαστή νομολογία όπου αποδόθηκε, υπέρ του αλλοδαπού γονέα δικαιοσύνη, όπως πρέπει να συμβαίνει σε κάθε ευνομούμενο κράτος δικαίου.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903 και 6932455478.