RSS

Διαμεσολάβηση: υποχρεωτική πριν τις δίκες

02 Ιολ.

Η σχέση της Διαμεσολάβησης με τη Χώρα μας είναι μία ιστορία ταραχώδης. Για πρώτη φορά εισήχθη στην νομική πραγματικότητα της Ελλάδας με το Ν. 3898/2010, ως ένας νέος, εναλλακτικός τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών. Παρά ταύτα, η πρώτη αυτή προσπάθεια ένταξης της Διαμεσολάβησης στο ελληνικό νομικό καθεστώς στέφθηκε με αποτυχία: επρόκειτο για μία διαδικασία παντελώς άγνωστη για τον ελληνικό κόσμο. Σήμερα, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά, η Διαμεσολάβηση είναι λίγο γνωστή αλλά έχει καταστεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής δικαιοσύνης, σε μεγάλο βαθμό υποχρεωτικό.

Τί είναι όμως η Διαμεσολάβηση και πώς λειτουργεί σήμερα ως στάδιο της δικαστικής διαδικασίας;

Πρώτα απ’ όλα, για να αντιληφθεί κανείς τί ακριβώς είναι η Διαμεσολάβηση, πρέπει να ανατρέξει στο αρχικό νομοθέτημα (Ν. 3898/2010), το οποίο αναλύει με μεγάλη ενδελέχεια τις συνιστώσες του θεσμού. Έτσι, σχεδιαγραφείται η Διαμεσολάβηση, όπως είπαμε, ως ένας εναλλακτικός τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, κατά την οποία τα μέρη, με τη βοήθεια του Διαμεσολαβητή, διαπραγματεύονται ώστε να επιλύσουν ειρηνικά και συμβιβαστικά τη διαφορά τους, καταλήγοντας σε μία αμοιβαία επωφελή συμφωνία.

Τα οφέλη της Διαμεσολάβησης είναι πολλαπλά, ιδίως εν συγκρίσει με τη δικαστική οδό: η διαδικασία είναι ταχύτερη, χωρίς διαδικαστικές και τυπικές καθυστερήσεις, ενώ τα έξοδα είναι πολύ λιγότερα. Το σημαντικότερο είναι ότι, εν αντιθέσει με μία δικαστική απόφαση, που κατά κανόνα έχει έναν νικητή κι έναν χαμένο, στη Διαμεσολάβηση, τα μέρη «συνδημιουργούν» την απόφαση, ώστε να βγαίνουν και οι δύο κερδισμένοι. Παράλληλα, όλη η διαδικασία καλύπτεται από εχεμύθεια (πρακτικά δεν τηρούνται). Η ιδιαιτερότητα της Διαμεσολάβησης, πάντως, εντοπίζεται κυρίως στον εκούσιο χαρακτήρα της: τα μέρη προσφεύγουν με δική τους πρωτοβουλία στη διαδικασία, επιλέγοντας ελεύθερα από κοινού το πρόσωπο του Διαμεσολαβητή, ώστε να διασφαλίζεται η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του και να προστατεύονται τα συμφέροντά τους, τα οποία διασφαλίζονται επιπροσθέτως από την υποχρεωτική παράσταση νομικού συμπαραστάτη (δικηγόρου). Σημειωτέον ότι ακόμη και μετά την προσφυγή στο Δικαστήριο είναι δυνατό τα μέρη να επιλέξουν τη Διαμεσολάβηση, με όριο όμως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της διαφοράς τους.

Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Διαμεσολαβητής δεν είναι κάποιο τυχαίο πρόσωπο. Τουναντίον, προηγείται διαδικασία κατάρτισης, κατά την οποία ο Διαμεσολαβητής εκπαιδεύεται κι εξετάζεται, ώστε να διαπιστευθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο μάλιστα τηρεί ειδικό κατάλογο όπου περιλαμβάνονται όλοι οι Διαπιστευμένοι Διαμεσολαβητές. Έτσι, όταν λέμε ότι τα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέξουν το πρόσωπο του Διαμεσολαβητή, εννοείται ότι υπάρχει η προϋπόθεση το πρόσωπο αυτό να είναι εγγεγραμμένο στον ειδικό αυτό κατάλογο.

Κάθε διαφορά ιδιωτικής φύσης μπορεί να υπαχθεί στη Διαμεσολάβηση, εφ’ όσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Αυτό σημαίνει ότι όλες σχεδόν οι αστικές (διαφορές μισθωτικές, οικογενειακές, κληρονομικές, εργατικές, μεταξύ άλλων) κι εμπορικές διαφορές υπάγονται στη Διαμεσολάβηση. Από την άλλη, διαφορές π.χ. ενός ιδιώτη με το Δημόσιο ή διαφορές που ο νόμος προϋποθέτει την προσφυγή στα δικαστήρια (όπως η επιμέλεια ανηλίκου), εξαιρούνται από το φάσμα της.

Όλα τα διαδικαστικά ζητήματα επιλέγονται ελεύθερα από τα μέρη, ώστε να είναι αυτή προσαρμοσμένη σε όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις κι απαιτήσεις της διαφοράς τους. Οι συναντήσεις διενεργούνται από κοινού αρχικά, παρουσία του Διαμεσολαβητή, ώστε τα μέρη να μπορέσουν να παρουσιάσουν τις θέσεις τους, κι έπειτα πραγματοποιούνται και κατ’ ιδίαν συναντήσεις, όπου, με την καθοδήγηση και τις επισημάνσεις του Διαμεσολαβητή το κάθε μέρος διαμορφώνει τις θέσεις του, ενώ δύναται να υποβάλει προτάσεις στο άλλο μέρος, μέσω του Διαμεσολαβητή. Η κάθε Διαμεσολάβηση, βέβαια, είναι μοναδική, όσο και η υπαγόμενη διαφορά. Τουτέστιν, δεν είναι προκαθορισμένη ούτε η διαδικασία ούτε και ο χρόνος για την ολοκλήρωσή της. Έτσι, μπορεί να διαρκέσει αρκετές συνεδρίες, κοινές ή κατά μόνας, ή και μόνο μία· η εμπειρία αποδεικνύει ότι πολλές διαφορές επιλύονται πράγματι εντός μίας ημέρας, όπως είναι και το ζητούμενο!!!

Το αποτέλεσμα της Διαμεσολάβησης δεν είναι απόφαση, αλλά συμφωνία, αμοιβαία αποδεκτή, η οποία, όταν επιτευχθεί, αποτυπώνεται εγγράφως, υπογράφεται από τα μέρη και κατατίθεται στο κατά τόπο αρμόδιο Πρωτοδικείο. Εκεί, λαμβάνει εκτελεστό χαρακτήρα, όπως ακριβώς οι δικαστικές αποφάσεις.

Ο ευέλικτος κι ελκυστικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης υποσχόταν την ανατροπή του κλασικού μοντέλου δικαστικής επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών από το νεοείσακτο θεσμό. Το καλωσόρισμα της Διαμεσολάβησης όμως στη Χώρα μας ήταν αρκετά ψυχρό. Παρά τις ενημερωτικές καμπάνιες, που πληροφορούσαν τον κόσμο για τον πρωτοποριακό θεσμό, τις υψηλές προδιαγραφές του και την επιτυχία του ιδίως στις χώρες της Ευρώπης και τις Η.Π.Α., η Διαμεσολάβηση αντιμετωπίστηκε με καχυποψία, δισταγμό κι εν τέλει, αδιαφορία.

Έτσι, το 2018, με τον Ν. 4512/2018, ο Έλληνας νομοθέτης επεδίωξε για πρώτη φορά να καταστήσει τη Διαμεσολάβηση υποχρεωτική. Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία δημιούργησε αντιδράσεις από ολόκληρο το νομικό κόσμο της Ελλάδας, που υποστήριζε ότι η Χώρα μας δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένη για αυτήν την αλλαγή. Μετά από διαδοχικές παρατάσεις στην εφαρμογή του νόμου, εκδόθηκε τελικά ο Ν. 4640/2019, σκοπός του οποίου ήταν να εξορθολογίσει την ενσωμάτωση της Διαμεσολάβησης στην ελληνική πραγματικότητα, με τρόπο σταδιακό, κλιμακωτό και στην πραγματικότητα, ευκολότερο.

Έτσι, προέβλεψε ο νόμος ότι θα υπάγονται υποχρεωτικά στη Διαμεσολάβηση α. οι οικογενειακές διαφορές (πλην ορισμένων εξαιρέσεων, πχ. περιπτώσεις διαζυγίου, ακύρωσης γάμου, προσβολής πατρότητας – μεταξύ άλλων) και β. όλες οι διαφορές που εκδικάζονται με την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς (εφ’ όσον υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ) και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Πρόκειται δηλαδή  για τη συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων. Υποχρεωτική όμως δεν καθίσταται η επίλυση της διαφοράς μέσω της Διαμεσολάβησης, αλλά η απόπειρα επίλυσής της. Ειδικότερα, υποχρεωτική κατέστη μόνον η αρχική συνεδρία (Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία: Υ.Α.Σ.), η αποφυγή της οποίας συνεπάγεται σαφέστατες – δικονομικού χαρακτήρα – κυρώσεις. Σκοπός είναι έτσι να πραγματοποιηθεί μία πρώτη επαφή με τον θεσμό της Διαμεσολάβησης από τα μέρη, ώστε να διαπιστωθεί ότι, τουλάχιστον σε μεγάλο ποσοστό, οι διαφορές μπορούν να επιλυθούν μέσω αυτής, χωρίς την ανάγκη της προσφυγής στα δικαστήρια. Παράλληλα, όμως, η προσφυγή ακριβώς στα δικαστήρια δεν αποκλείεται.

            Η διαδικασία της Υ.Α.Σ. είναι απλή. Το ενδιαφερόμενο μέρος επικοινωνεί με έναν Διαμεσολαβητή της επιλογής του, ο οποίος στη συνέχεια επικοινωνεί με το άλλο μέρος, για να εγκρίνει κι εκείνο τον ορισμό του συγκεκριμένου Διαμεσολαβητή ως αυτού που θα διενεργήσει την Υ.Α.Σ. Διότι ο θεσμός της Διαμεσολάβησης διέπεται καθ’ ολοκληρίαν από τη συναίνεση των μερών. Έτσι, και μόνον έτσι, είναι εφικτή η επιδίωξη μίας πραγματικά κοινής, συναινετικής λύσης της διαφοράς.

            Εφ’ όσον οριστεί ο Διαμεσολαβητής και ο χώρος και χρόνος της Υ.Α.Σ., τα μέρη προσέρχονται με το δικηγόρο τους, ώστε να εκτεθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι επιμέρους θέσεις και τα συμφέροντά τους κατά τη διάρκεια της προσπάθειας εξεύρεσης της κοινής συμφωνίας. Τα μέρη είναι δυνατόν ήδη από την Υ.Α.Σ., να συμφωνήσουν να συνεχίσουν μέσω της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης έως την εξεύρεση κοινής και συναινετικής λύσης ή απλώς να «συμφωνήσουν ότι διαφωνούν» και να οδηγηθεί η διαφορά τους στα δικαστήρια.

            Έτσι λοιπόν, εάν διαπιστωθεί ότι η λύση είναι εφικτή, αυτή αποτυπώνεται κατ’ αρχάς προφορικά και κατόπιν οι δικηγόροι των μερών, με την καθοδήγηση του Διαμεσολαβητή, αποτυπώνουν κι εγγράφως τη συμφωνία αυτή, επί τόπου, ώστε να συμπεριληφθεί στο πρακτικό συμβιβασμού – επίτευξης της συμφωνίας, η οποία υπογράφεται από τα μέρη κι έπειτα κατατίθεται στη γραμματεία των αρμόδιων δικαστηρίων για να αποτελέσει εκτελεστό τύπο. Εάν όμως τα μέρη διατυπώσουν εντελώς ασυμβίβαστες προτάσεις και διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει ελπίδα επίλυσης της διαφοράς, συντάσσεται πρακτικό αποτυχίας, το οποίο επιτρέπει στα μέρη να στραφούν στη δικαστική διαδικασία και το οποίο πρέπει υποχρεωτικά να προσκομιστεί και κατατεθεί στο δικαστήριο – διαφορετικά η συζήτηση της υπόθεσης θα είναι απαράδεκτη!

Ως προς τις οικογενειακές διαφορές, η πρόβλεψη για την Υ.Α.Σ. τέθηκε σε εφαρμογή την 15.01.2020, ενώ για τις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας των Πρωτοδικείων της επικρατείας θα ετίθετο σε ισχύ την 15.03.2020, λόγω όμως της έλευσης της πανδημίας του νέου κορωνοϊού στη Χώρα μας, ανεστάλη η διαδικασία, έως την 01.07.2020.

Το γραφείο μας, διαθέτει άδεια πιστοποιημένου διαμεσολαβητή και εμπειρία άνω των 30 ετών στο πλαίσιο της επίλυσης των διαφορών.

Για περισσότερες πληροφορίες καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο – διαμεσολαβητή στα τηλ: 210 8811903 και 6932455478.

 

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

 
Αρέσει σε %d bloggers: