Μεγάλη αίσθηση έχει προκαλέσει στην ελληνική κοινή γνώμη η πρόσφατη και υπ’ αριθμ. 1428/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κρίνει ως ανυπόστατο τον πολιτικό γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου (ομοφύλων), επικυρώνοντας την προηγούμενη σχετική απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου. Η απόφαση θίγει ένα νομικό ζήτημα θετικού δικαίου, αποκτά όμως προεκτάσεις κοινωνικού και δικαιοπολιτικού ενδιαφέροντος, κι ως εκ τούτου χρήζει αναλυτικότερης εξέτασης.
Το πρώτον, ο Άρειος Πάγος έθεσε το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. για το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωή των προσώπων, προστασία η οποία όμως κάμπτεται υπέρ της εθνικής ασφάλειας, της οικονομικής ευημερίας της χώρας και της τάξης καθώς και για την προστασία της υγείας και της ηθικής, δηλαδή επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Ενόψει αυτού, η άσκηση αγωγής αναγνωρίσεως του ανυπόστατου του γάμου εκ μέρους του εισαγγελέα είναι επιτρεπτή, καθώς αποτελεί μέτρο αναγκαίο για την προστασία της ηθικής και την ομαλή διαμόρφωση και λειτουργία των οικογενειακών σχέσεων. Πολύ περισσότερο, αμφισβητείται εκ προοιμίου το κατά πόσο πρόκειται πράγματι για επέμβαση στην «οικογενειακή ζωή» των αναιρεσείοντων.
Στη συνέχεια, γίνεται μνεία του άρθρου 1372 εδ. γ΄ του Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο, αν τελέστηκε γάμος χωρίς να τηρηθεί καθόλου ένας από τους τύπους του 1367, είναι ανυπόσταστος. Το ζήτημα με τον (πολιτικό εν προκειμένω) γάμο είναι το εάν οι «μελλόνυμφοι» μπορούν να είναι πρόσωπα του ιδίου φύλου. Καθώς η λέξη «μελλόνυμφοι» του άρθρου 1367 δεν προσφέρει λύση στο ζήτημα, πρέπει να προσφύγει κανείς στο σκοπό του νόμου και τη βούληση του νομοθέτη (κι όχι μόνον του εθνικού). Η ΕΣΔΑ, στο άρθρο 12, επίσης δεν προσφέρει σαφή λύση, επομένως καθίσταται προφανές ότι ο «ευρωπαίος» νομοθέτης παραπέμπει στις εθνικές έννομες τάξεις για να συγκεκριμενοποιηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις. Ούτε όμως και το Διεθνές Σύμφωνο της Νέας Υόρκης για τα Ανθρώπινα και Πολιτικά Δικαιώματα, στο άρθρο 23, προσδιορίζει το ζήτημα, αφήνοντάς το εμμέσως να κριθεί από τις πρωτοβουλίες του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη.
Ο Άρειος Πάγος καταλήγει πως ο Έλληνας νομοθέτης, κατά το χρόνο σύνταξης του Αστικού Κώδικα, έκρινε αυτονόητα ανύπαρκτο το ενδεχόμενο σύναψης γάμου μεταξύ ομοφύλων, ενώ τόσο παλαιότεροι όσο και νεώτεροι μελετητές του Α.Κ. συμφωνούν ότι «…γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός…» (Μοδεστίνος, Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος, 3ος αιώνας μ.Χ.). Επομένως, μολονότι ο Α.Κ. δεν το προσδιορίζει ρητώς, η διαφορά του φύλου αναφέρεται ως στοιχείο του υποστατού του γάμου. Άλλωστε, η νομοθετική βούληση για αντιμετώπιση του ζητήματος έχει εκφραστεί ρητώς με τον ν. 4356/2015 που προβλέπει τη δυνατότητα ελεύθερής ένωσης των ομοφύλων με σύμφωνο συμβίωσης κι όχι γάμου, συμφώνως προς τις ηθικές και κοινωνικές παραδόσεις του ελληνικού λαού.
Ούτε όμως το άρθρο 4 παρ. 1 για την αρχή της ισότητας και το άρθρο 5 παρ. 1 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας προσφέρει έρεισμα για την αντίθετη άποψη, γιατί η πρώτη διάταξη εμποδίζει το νομοθέτη να λάβει μέτρα που εισάγουν μία αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή ενιαία μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων, στη βάση όμως προϋφιστάμενου καθεστώτος, το οποίο στην Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε, ενώ η δεύτερη προστατεύει την ευρεία έννοια της προσωπικότητας (π.χ. τη σεξουαλική ελευθερία), χωρίς όμως να δίνει δικαίωμα σε τυποποίηση νομικής περιωπής σχέσεων για τις οποίες ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει θεσμικό πλαίσιο.
Έτσι, ο Άρειος Πάγος καταλήγει ότι, στο κρατούν νομικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν νοείται πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφύλων, ενώ το ζήτημα, εάν υφίσταται ανάγκη σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είναι τα τελευταία έτη στη χώρα μας υπό ευρεία επιστημονική, αλλά και κοινωνική, συζήτηση. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο έχει νομολογία που τάσσεται υπέρ της διεύρυνσης της έννοιας της οικογένειας και μεταξύ των ομοφύλων, το ίδιο δεν έχει αποφανθεί για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματωθεί αυτή η διεύρυνση – αν λόγου χάρη αρκεί το σύμφωνο συμβίωσης.
Η απόφαση κινείται ερμηνεύοντας το θετικό δίκαιο της χώρας, χωρίς να εξετάζει όμως το δικαιοπολιτικό ζήτημα της αναγκαιότητας νομοθετικής ρύθμισης που θα επέκτεινε το δικαίωμα του γάμου και στους ομοφύλους. Άλλωστε, δεν είναι νοητό η δικαστική εξουσία να προβεί σε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες ή να εκφράσει σχετική γνώμη, καθώς έργο της είναι η εφαρμογή του ισχύοντος νομικού καθεστώτος και όχι η τροποποίηση αυτού (το οποίο είναι έργο της νομοθετικής εξουσίας).
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 210 8251894 και 6932 455478.