Τον τελευταίο καιρό έχει παρατηρηθεί, κατόπιν σωρείας καταγγελιών από καταναλωτές στην ΕΚΠΟΙΖΩ, το φαινόμενο να πραγματοποιούνται κατασχέσεις σε κοινούς λογαριασμούς, στους οποίους ένας από τους συνδικαιούχους είναι οφειλέτης του Δημοσίου, ακόμη κι αν στο λογαριασμό αυτόν έχουν κατατεθεί μισθοί, συντάξεις και δηλωμένες ως ακατάσχετες καταθέσεις από άλλο συνδικαιούχο.
Λόγος τον οποίο επικαλείται το Δημόσιο, κατά τις ως άνω καταγγελίες, είναι ότι τα ποσά τα οποία κατάσχουν από τους κοινούς λογαριασμούς τεκμαίρεται ότι ανήκουν κατ’ ίσα μέρη στους δικαιούχους, άρα μόνο ένα μέρος του λογαριασμού προστατεύεται, ακόμη κι αν ο άλλος συνδικαιούχος δεν έχει οφειλές στο Δημόσιο. Ούτε αυτό το όριο, όμως, καθώς φαίνεται, στην πραγματικότητα δεν γίνεται σεβαστό από το Δημόσιο, αφού έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να γίνεται κατάσχεση ολόκληρου του ποσού του λογαριασμού. Την παράνομη αυτή πρακτική, όπως διαφαίνεται από τις σχετικές ερωτήσεις που απάντησε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), το Δημόσιο την έχει υιοθετήσει, βασιζόμενο στο άρθρο 3 του Ν. 5638/1932 που ορίζει ότι μπορεί να γίνει κατάσχεση της κατάθεσης σε λογαριασμό, ο οποίος τεκμαίρεται αμάχητα ότι ανήκει σε όλους τους δικαιούχους, κατά ίσα μέρη.
Στην πραγματικότητα, οι μισθοί και οι συντάξεις θεωρούνται ακατάσχετες, όπως ορίζει το άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε του Κ.Ε.Δ.Ε. Επίσης, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να δηλώσουν κάποιον λογαριασμό, ατομικό ή κοινό, για να τηρούν ποσά έως 1.250 ευρώ, ακατάσχετα. Ο λογαριασμός αυτός, βεβαίως, θα είναι ένας και μοναδικός και σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, ανά άτομο και αυτά τα ορίζει η παράγραφος 2 του ως άνω άρθρου – εκτός βέβαια αν υφίσταται ορισμένος λογαριασμός για τη μισθοδοσία ή τη σύνταξη, οπότε αυτός μόνο θεωρείται ακατάσχετος.
Η –ηθελημένη- παρερμηνεία που γίνεται από το Δημόσιο, εν προκειμένω, παραγνωρίζει την έννοια του ακατασχέτου, θέτοντας ως μόνο κριτήριο το «κατά ίσα μέρη» του νόμου 5638/1932, κατάσχοντας έτσι χωρίς διάκριση ποσά από κοινούς λογαριασμού, υποτίθεται έως το ήμισυ των κατατεθειμένων στο λογαριασμοί (αν και αποδεικνύεται εμπράκτως αυτό δεν ισχύει). Όμως, το ακατάσχετο του ποσού των 1.250 ευρώ είτε για συντάξεις είτε για μισθοδοσία δεν παύει να υφίσταται ούτε περιορίζεται από το «ίσο μέρος» που ανήκει στο συνδικαιούχο. Αυτό σημαίνει ότι σε έναν λογαριασμό που ο ένας από τους δύο συνδικαιούχους οφείλει στο Δημόσιο κι ο άλλος όχι, εφ’ όσον έχει δηλωθεί από τον άλλο το ακατάσχετο των καταθέσεών του, θα προστατεύεται εξ ολοκλήρου το ακατάσχετο, ακόμη κι αν υπερβαίνει το 50% του συνολικού ποσού, ασχέτως του τεκμηρίου.
Η πρακτική που περιγράφεται ανωτέρω είναι σαφώς παράνομη. Η έννοια του ακατασχέτου δεν επιδέχεται εξαιρέσεις και σίγουρα δεν είναι νομικό επιχείρημα το γεγονός ότι ο λογαριασμός τεκμαίρεται ότι μοιράζεται κατά «ίσα μέρη». Ένας κοινός λογαριασμός που έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος και περιέχει συνολικά 1.250 ευρώ, ακόμη κι αν κάποιος από τους συνδικαιούχους έχουν οφειλές προς Δημόσιο, θα προστατεύεται εξ ολοκλήρου, δηλαδή το Δημόσιο δεν επιτρέπεται να κατασχέσει ούτε ένα ευρώ. Στην πράξη, όμως, το Δημόσιο θεωρεί ότι έχει δικαίωμα μέχρι το 50% του λογαριασμού, ενώ έχει σημειωθεί και το φαινόμενο να κατάσχεται και ολόκληρο το ποσό.
Αυτή η πρακτική που η Α.Α.Δ.Ε. δεν φαίνεται να απορρίπτει, αφ’ ενός εγείρει ενστάσεις νομιμότητας, αλλά και μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για τους συμπολίτες μας, αφού καταστρατηγείται η έννοια του «ακατασχέτου» που σκοπός του είναι να διατηρηθεί ένα επίπεδο ζωής για τον δικαιούχο, κι άρα είναι ζωτικής αξίας για τον ίδιο.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 210 8251894 και 6932 455478.