Ηλεκτρονικό Εμπόριο-Αγοραπωλησίες μέσω ίντερνετ
Η ταχύρρυθμη εξέλιξη της τεχνολογίας που σημειώνεται τα τελευταία έτη, με την παράλληλη -και αναπόφευκτη- εγκαθίδρυση του Internet ως απαραίτητου «θεσμού» στις σύγχρονες κοινωνίες, δεν άργησε, άμα τη εμφανίσει της, να επηρεάσει και να επιφέρει αναφανδόν εκσυγχρονιστικές αλλαγές και στο πεδίο των εμπορικών συναλλαγών. Λόγος γίνεται για το ηλεκτρονικό εμπόριο (e-Commerce), σήμερα την πλέον διαδεδομένη μορφή σύναψης συμβάσεων από απόσταση, η οποία λαμβάνει χώρα εξ ολοκλήρου μέσω διαδικτύου, με την αμοιβαία ηλεκτρονική μετάδοση δεδομένων από τον πωλητή («φορέα της παροχής υπηρεσιών») προς τον αγοραστή («αποδέκτη των υπηρεσιών») και αντίστροφα.
Στον ελληνικό χώρο, το νομοθετικό κείμενο που ρυθμίζει τις συναλλαγές διά του ηλεκτρονικού εμπορίου είναι το Π.Δ. 131/2003, που μεταφέρει στην κρατική νομοθεσία την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/31/ΕΚ, γνωστή και ως «Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο», με την οποία επιδιώχθηκε η εναρμόνιση της εσωτερικής αγοράς εντός του ευρωπαϊκού χώρου (και μόνον εντός αυτού) στην εποχή του ηλεκτρονικού εμπορίου. Ο ειδικός χαρακτήρας του ως άνω Π.Δ. ήρθε ουσιαστικά ως συμπλήρωμα στον ήδη υπάρχοντα ν. 2251/1994 περί της προστασίας καταναλωτών, ενώ εφαρμογής τυγχάνουν σε ζητήματα ηλεκτρονικού εμπορίου και ο ν. 2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως και το Π.Δ. 150/2001 για τις ηλεκτρονικές υπογραφές.
Αντικείμενο του Π.Δ. 131/2003 είναι οι υπηρεσίες «της κοινωνίας της πληροφορίας» , ‘ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών’, κατ’ αρ. 1 στοιχ. α΄ του Π.Δ. Οι συναλλαγές που καλύπτονται είναι οι λεγόμενες on line (σε απευθείας σύνδεση) και όχι οι συμβατικές (off line), στις οποίες γίνεται χρήση παραδοσιακών μέσων συναλλαγής, όπως διά καταστήματος ή ταχυδρομείου. Επίσης σημαντική διάκριση είναι αυτή μεταξύ συναλλαγών που ο αντισυμβαλλόμενος είναι καταναλωτής με τη στενή του όρου έννοια (αυτός που δεν δραστηριοποιείται για επαγγελματικούς ή επιχειρηματικούς σκοπούς) και αυτών που ο αντισυμβαλλόμενος είναι επιχείρηση ή επιχειρηματίας, εν γένει. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στη μεν πρώτη περίπτωση (B2C) η παρεχόμενη προστασία στον καταναλωτή με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον φορέα της παροχής των υπηρεσιών είναι αναγκαστικού δικαίου, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση (Β2Β), οι υποχρεώσεις αυτές είναι φύσεως ενδοτικού δικαίου, άλλως, διαπραγματεύσιμες, τρόπον τινά.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το Π.Δ. 131/2003 συμπληρώνεται στα ζητήματα που αφήνει αρρύθμιστα από τον ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το ζήτημα της υπαναχώρησης του καταναλωτή από τη σύμβαση, όπου εν προκειμένω ισχύει η γενική 14ήμερη προθεσμία του αρ.4 ν.2251/1994, ενώ αν προκύψει ζήτημα καταχρηστικότητας των Γενικών Όρων Συναλλαγών, οι οποίοι είναι πολύ συχνό φαινόμενο στις συναλλαγές του ηλεκτρονικού εμπορίου, θα βρει εφαρμογή το αρ. 2 του ν. 2251/1994.
Σημειώνεται, τέλος, ότι το παρόν Π.Δ. ρυθμίζει και τη συχνή σήμερα περίπτωση της ανεπιθύμητης αλληλογραφίας, το κοινώς λεγόμενο spam.
Για περισσότερες πληροφορίες και ραντεβού καλέστε στο δικηγορικό γραφείο και μιλήστε με εξειδικευμένο δικηγόρο στα τηλ: 210 8811903, 210 8251894, 6932455478.