Η ενδοοικογενειακή βία –λεκτική, ψυχική και σωματική- αποτελεί ακόμα και στις μέρες μας ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο, που πλήττει κυρίως γυναίκες και παιδιά. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται από το νόμο ποικιλοτρόπως γι’ αυτό και το μόνο που απαιτείται είναι το θύμα να βρει το θάρρος και να κάνει το μεγάλο βήμα να ζητήσει τη βοήθεια δικηγόρου και των αρμοδίων αρχών.
Συγκεκριμένα για τις γυναίκες και τα παιδιά που υφίστανται πράξεις βιαιοπραγίας από το σύζυγο-πατέρα, υπάρχει άμεσα προστασία από αστυνομία, εισαγγελέα και ποινικά δικαστήρια με τη διαδικασία του αυτοφώρου, ενώ ταυτόχρονα το γεγονός αυτό αποτελεί λόγο διαζυγίου, καθώς εδραιώνει ισχυρό κλονισμό του γάμου, που καθιστά τη συμβίωση ανυπόφορη.
Μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί του διαζυγίου, ο νομοθέτης, προκειμένου να προστατεύσει το αδύναμο μέλος, έχει θεσπίσει τα ασφαλιστικά μέτρα μετοίκησης. Στις περιπτώσεις αυτές δηλαδή το θύμα δικαιούται να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει την απομάκρυνση του θύτη συζύγου από το σπίτι άμεσα, ο οποίος και είναι υποχρεωμένος πλέον από το δικαστήριο να συμμορφωθεί με τη σχετική απόφαση. Σημειωτέον εάν υπάρχουν ανήλικα τέκνα το θύμα μπορεί με τη διαδικασία αυτή να ζητήσει την επιμέλειά τους και διατροφή.
Επομένως, το θύμα και δεν εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, αλλά δικαιούται επίσης να διατηρήσει την παραμονή στην οικία του, χωρίς να κινδυνεύει από οποιαδήποτε αιτία.
Περαιτέρω, βέβαια, η χρήση της ενδοοικογενειακής βίας επισύρει και αστικές, αλλά και σημαντικότατες ποινικές κυρώσεις – φυλάκιση χωρίς εξαγορά εκτός εάν συμφωνηθεί να παρακολουθείται ο δράστης από κοινωνική λειτουργό, ψυχολόγο κλπ και υπάρχει συναίνεση του θύματος για όλα αυτά.